Β β
βια-
βα- ββ- βγ- βδ- βε- βζ- βη- βθ- βι- βκ- βλ- βμ- βν- βξ- βο- βπ- βρ- βς- βτ- βυ- βφ- βχ- βψ- βω-
βια- βιβ- βιγ- βιδ- βιε- βιζ- βιη- βιθ- βιι- βικ- βιλ- βιμ- βιν- βιξ- βιο- βιπ- βιρ- βις- βιτ- βιυ- βιφ- βιχ- βιψ- βιω-
βιαα- βιαβ- βιαγ- βιαδ- βιαε- βιαζ- βιαη- βιαθ- βιαι- βιακ- βιαλ- βιαμ- βιαν- βιαξ- βιαο- βιαπ- βιαρ- βιας- βιατ- βιαυ- βιαφ- βιαχ- βιαψ- βιαω-
Annotated entries are asterisked.
βιάζω to suffer violence (v.)
βίαιος -α -ον fierce (adj.)
βιαιότερος -α -ον [LXX] more violent (adj.)
βιαστής, -οῦ, ὁ violent (n.)