Β β
βι-
βα- ββ- βγ- βδ- βε- βζ- βη- βθ- βι- βκ- βλ- βμ- βν- βξ- βο- βπ- βρ- βς- βτ- βυ- βφ- βχ- βψ- βω-
βια- βιβ- βιγ- βιδ- βιε- βιζ- βιη- βιθ- βιι- βικ- βιλ- βιμ- βιν- βιξ- βιο- βιπ- βιρ- βις- βιτ- βιυ- βιφ- βιχ- βιψ- βιω-
Annotated entries are asterisked.
βία, -ας, ἡ
force (n.)
βιάζω to suffer violence (v.)
βίαιος -α -ον fierce (adj.)
βιαιότερος -α -ον [LXX] more violent (adj.)
βιαστής, -οῦ, ὁ violent (n.)
βιβάζω [LXX] to mount (v.)
βιβλαρίδιον v.l. βιβλιδάριον, -ου, τό little book (n.)
βιβλιδάριον, -ου, τό (s. βιβλαρίδιον) little book (n.)
βιβλίον/βυβλίον, -ου, τό small-scroll (n.)
βίβλος/βύβλος, -ου, ἡ large-scroll (n.)
* βιβρώσκω to eat (v.)
Βιθυνία, -ας, ἡ Bithynia (n.) [Place]
βίος, -ου, ὁ life/livelihood (n.)
βιόω to live (v.)
βίωσις, -εως, ἡ manner of life (n.)
βιωτικός -ή -όν living (adj.)
βιάζω to suffer violence (v.)
βίαιος -α -ον fierce (adj.)
βιαιότερος -α -ον [LXX] more violent (adj.)
βιαστής, -οῦ, ὁ violent (n.)
βιβάζω [LXX] to mount (v.)
βιβλαρίδιον v.l. βιβλιδάριον, -ου, τό little book (n.)
βιβλιδάριον, -ου, τό (s. βιβλαρίδιον) little book (n.)
βιβλίον/βυβλίον, -ου, τό small-scroll (n.)
βίβλος/βύβλος, -ου, ἡ large-scroll (n.)
* βιβρώσκω to eat (v.)
Βιθυνία, -ας, ἡ Bithynia (n.) [Place]
βίος, -ου, ὁ life/livelihood (n.)
βιόω to live (v.)
βίωσις, -εως, ἡ manner of life (n.)
βιωτικός -ή -όν living (adj.)