Sign In | New Login | Edit Anonymously
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Β β

βε-

βα- ββ- βγ- βδ- βε- βζ- βη- βθ- βι- βκ- βλ- βμ- βν- βξ- βο- βπ- βρ- βς- βτ- βυ- βφ- βχ- βψ- βω-
βεα- βεβ- βεγ- βεδ- βεε- βεζ- βεη- βεθ- βει- βεκ- βελ- βεμ- βεν- βεξ- βεο- βεπ- βερ- βες- βετ- βευ- βεφ- βεχ- βεψ- βεω-

Annotated entries are asterisked.

βέβαιος -α -ον absolutely certain (adj.)
βεβαιότερος -έρα -ον more absolutely certain (adj.)
βεβαιόω to make absolutely certain (v.)
βεβαίωσις, -εως, ἡ absolute certainty (n.)
βέβηλος -ον desecrative (adj.)
βεβηλόω to defile (v.)
βεδεκ, τό [LXX] dilapidations (n.)
Βεελζεβούλ, ὁ Beelzebul (n.) [Person]
Βελίαλ, ὁ (s. Βελιάρ) Belial (n.) [Person]
Βελιάρ v.l. Βελίαλ, ὁ Belial (n.) [Person]
βελόνη, -ης, ἡ dart/arrow (n.)
βέλος, -ους, τό dart (n.)
βέλτιστος -η -ον [LXX] best (adj.)
βελτίων -ον better (adj.)
Βενιαμ(ε)ίν, ὁ Benjamin (n.) [Person]
Βερνίκη, -ης, ἡ Bernice (n.) [Person]
Βέροια, -ας, ἡ Beroia (n.) [Place]
Βεροιαῖος -α -ον Berean (adj.)

Copyright 2007-2024 Thomas Moore, Email: acct3 at katabiblon.com, Support Forum Set Local Timezone
Thursday, 03-Oct-2024 14:52:27 UTC

CATEGORIES

TEXTS

RESOURCES

ABOUT

The Kata Biblon Wiki Lexicon of the Greek New Testament is a publicly editable dictionary of the Greek New Testament and Septuagint.

www.katabiblon.com

OPTIONS



KEYMAP

abgdezhqiklm
αβγδεζηθικλμ
nxoprstufcyw
νξοπρστυφχψω
)(/\=|+'v@#*
᾿ ͺ¨ϝϛʹ%
Wildcard: %