Β β
βδ-
βα- ββ- βγ- βδ- βε- βζ- βη- βθ- βι- βκ- βλ- βμ- βν- βξ- βο- βπ- βρ- βς- βτ- βυ- βφ- βχ- βψ- βω-
βδα- βδβ- βδγ- βδδ- βδε- βδζ- βδη- βδθ- βδι- βδκ- βδλ- βδμ- βδν- βδξ- βδο- βδπ- βδρ- βδς- βδτ- βδυ- βδφ- βδχ- βδψ- βδω-
Annotated entries are asterisked.
βδέλυγμα, -ατος, τό
abomination (n.)
βδελυκτός -ή -όν abominable (adj.)
βδελύσσομαι/βδελύττ- to loathe (v.)
βδελύττομαι (s. βδελύσσ-) [LXX] to loathe (v.)
βδελυκτός -ή -όν abominable (adj.)
βδελύσσομαι/βδελύττ- to loathe (v.)
βδελύττομαι (s. βδελύσσ-) [LXX] to loathe (v.)