Β β
βας-
βα- ββ- βγ- βδ- βε- βζ- βη- βθ- βι- βκ- βλ- βμ- βν- βξ- βο- βπ- βρ- βς- βτ- βυ- βφ- βχ- βψ- βω-
βαα- βαβ- βαγ- βαδ- βαε- βαζ- βαη- βαθ- βαι- βακ- βαλ- βαμ- βαν- βαξ- βαο- βαπ- βαρ- βας- βατ- βαυ- βαφ- βαχ- βαψ- βαω-
βασα- βασβ- βασγ- βασδ- βασε- βασζ- βαση- βασθ- βασι- βασκ- βασλ- βασμ- βασν- βασξ- βασο- βασπ- βασρ- βασς- βαστ- βασυ- βασφ- βασχ- βασψ- βασω-
Annotated entries are asterisked.
βασανισμός, -οῦ, ὁ torment (n.)
βασανιστής, -οῦ, ὁ oppressive jailer (n.)
βάσανος, -ου, ἡ torment (n.)
βασιλεία, -ας, ἡ kingdom (n.)
βασίλειον (s. βασίλειος) royal (adj.)
βασίλειος -ον royal (adj.)
βασιλεύς, -έως, ὁ king (n.)
βασιλεύω to reign (v.)
βασιλικός -ή -όν royal (adj.)
βασιλικώτερος -α -ον [LXX] more royal (adj.)
βασίλισσα, -ης, ἡ queen (n.)
βάσις, -εως, ἡ foot (n.)
βασκαίνω to bewitch (v.)
βαστάζω to bear (v.)