Β β
βα-
βα- ββ- βγ- βδ- βε- βζ- βη- βθ- βι- βκ- βλ- βμ- βν- βξ- βο- βπ- βρ- βς- βτ- βυ- βφ- βχ- βψ- βω-
βαα- βαβ- βαγ- βαδ- βαε- βαζ- βαη- βαθ- βαι- βακ- βαλ- βαμ- βαν- βαξ- βαο- βαπ- βαρ- βας- βατ- βαυ- βαφ- βαχ- βαψ- βαω-
Annotated entries are asterisked.
Βάαλ, ὁ
Baal (n.) [Person]
Βαβυλών, -ῶνος, ὁ Babylon (n.) [Place]
Βαβυλώνιοι, -ων, οἱ [LXX] Babylonians (n.)
Βαβυλώνιος -α -ον [LXX] Babylonian (adj.)
βαδδίν [LXX] linen garments (n.)
βαθέως [LXX] deep (adv.)
βαθμός, -οῦ, ὁ a step (n.)
βάθος, -ους, τό depth (n.)
βαθύνω to deepen (v.)
βαθύς -εῖα -ύ deep (adj.)
βαθύτερος -α -ον [LXX] deeper (adj.)
Βαιθλαεμ [LXX] Baethalaen (n.)
βαίνω [LXX] to step (v.)
βαΐον, -ου, τό palm branch (n.)
Βακήνωρ, -ορος, ὁ [LXX] Bacenor (n.) [Person]
βακτηρία, -ας, ἡ [LXX] staff (n.)
Βαλαάμ, ὁ Balaam (n.) [Person]
Βαλάκ, ὁ Balak (n.) [Person]
βαλάντιον, -ου, τό (s. βαλλά-) purse (n.)
Βαλασαν, ὁ [LXX] Balasan (n.) [Person]
βαλλάντιον v.l. βαλά-, -ου, τό purse (n.)
βάλλω to throw (v.)
βαπτίζω to baptize (v.)
βάπτισμα, -ατος, τό immerser (n.)
βαπτισμός, -οῦ, ὁ immersion (n.)
βαπτιστής, -οῦ, ὁ baptist (n.)
βάπτω to dip (v.)
βαρ [LXX] linen (Heb./Aram.) [Hebrew-Aramaic]
Βαραββᾶς, -ᾶ, ὁ Barabbas (n.) [Person]
Βαράκ, ὁ Barak (n.) [Person]
Βαραχίας, -ου, ὁ Barachiah (n.) [Person]
βάρβαρος -ον barbaric (adj.)
βαρβαρώτερος -α -ον [LXX] more barbaric (adj.)
βαρέω to weigh down (v.)
βαρέως dull (adv.)
Βαρθολομαῖος, -ου, ὁ Bartholomew (n.) [Person]
Βαριησοῦ, ὁ indecl. v.l. -ϊησοῦς, -οῦ, ὁ Bar-Jesus (n.) [Person]
Βαρϊησοῦς, -οῦ, ὁ (s. -ιησοῦ) Bar-Jesus (n.) [Person]
Βαριωνᾶ, ὁ Bar-Jona (n.) [Person]
Βαρναβᾶς, -ᾶ, ὁ Barnabas (n.) [Person]
βάρος, -ους, τό weight (n.)
Βαρσαβᾶς, -ᾶ, ὁ (s. -σαββᾶς) Barsabbas (n.) [Person]
Βαρσαββᾶς v.l. -σαβᾶς, -ᾶ, ὁ Barsabbas (n.) [Person]
Βαρτιμαῖος, -ου, ὁ Bartimaeus (n.) [Person]
βαρύνω [LXX] to weigh down (v.)
βαρύς -εῖα -ύ heavy (adj.)
βαρύτατος -η -ον [LXX] heaviest (adj.)
βαρύτερος -α -ον weightier (adj.)
βαρύτιμος -ον punishing severely, of the gods below (adj.)
βασανίζω to torment (v.)
βασανισμός, -οῦ, ὁ torment (n.)
βασανιστής, -οῦ, ὁ oppressive jailer (n.)
βάσανος, -ου, ἡ torment (n.)
βασιλεία, -ας, ἡ kingdom (n.)
βασίλειον (s. βασίλειος) royal (adj.)
βασίλειος -ον royal (adj.)
βασιλεύς, -έως, ὁ king (n.)
βασιλεύω to reign (v.)
βασιλικός -ή -όν royal (adj.)
βασιλικώτερος -α -ον [LXX] more royal (adj.)
βασίλισσα, -ης, ἡ queen (n.)
βάσις, -εως, ἡ foot (n.)
βασκαίνω to bewitch (v.)
βαστάζω to bear (v.)
βάτος[1], -ου, ἡ and ὁ thorn bush (n.)
βάτος[2], -ου, ὁ bush (n.)
βάτραχος, -ου, ὁ frog (n.)
* βατταλογέω v.l. βαττο- to babble (v.)
* βαττολογέω (s. βαττα-) to babble (v.)
Βαβυλών, -ῶνος, ὁ Babylon (n.) [Place]
Βαβυλώνιοι, -ων, οἱ [LXX] Babylonians (n.)
Βαβυλώνιος -α -ον [LXX] Babylonian (adj.)
βαδδίν [LXX] linen garments (n.)
βαθέως [LXX] deep (adv.)
βαθμός, -οῦ, ὁ a step (n.)
βάθος, -ους, τό depth (n.)
βαθύνω to deepen (v.)
βαθύς -εῖα -ύ deep (adj.)
βαθύτερος -α -ον [LXX] deeper (adj.)
Βαιθλαεμ [LXX] Baethalaen (n.)
βαίνω [LXX] to step (v.)
βαΐον, -ου, τό palm branch (n.)
Βακήνωρ, -ορος, ὁ [LXX] Bacenor (n.) [Person]
βακτηρία, -ας, ἡ [LXX] staff (n.)
Βαλαάμ, ὁ Balaam (n.) [Person]
Βαλάκ, ὁ Balak (n.) [Person]
βαλάντιον, -ου, τό (s. βαλλά-) purse (n.)
Βαλασαν, ὁ [LXX] Balasan (n.) [Person]
βαλλάντιον v.l. βαλά-, -ου, τό purse (n.)
βάλλω to throw (v.)
βαπτίζω to baptize (v.)
βάπτισμα, -ατος, τό immerser (n.)
βαπτισμός, -οῦ, ὁ immersion (n.)
βαπτιστής, -οῦ, ὁ baptist (n.)
βάπτω to dip (v.)
βαρ [LXX] linen (Heb./Aram.) [Hebrew-Aramaic]
Βαραββᾶς, -ᾶ, ὁ Barabbas (n.) [Person]
Βαράκ, ὁ Barak (n.) [Person]
Βαραχίας, -ου, ὁ Barachiah (n.) [Person]
βάρβαρος -ον barbaric (adj.)
βαρβαρώτερος -α -ον [LXX] more barbaric (adj.)
βαρέω to weigh down (v.)
βαρέως dull (adv.)
Βαρθολομαῖος, -ου, ὁ Bartholomew (n.) [Person]
Βαριησοῦ, ὁ indecl. v.l. -ϊησοῦς, -οῦ, ὁ Bar-Jesus (n.) [Person]
Βαρϊησοῦς, -οῦ, ὁ (s. -ιησοῦ) Bar-Jesus (n.) [Person]
Βαριωνᾶ, ὁ Bar-Jona (n.) [Person]
Βαρναβᾶς, -ᾶ, ὁ Barnabas (n.) [Person]
βάρος, -ους, τό weight (n.)
Βαρσαβᾶς, -ᾶ, ὁ (s. -σαββᾶς) Barsabbas (n.) [Person]
Βαρσαββᾶς v.l. -σαβᾶς, -ᾶ, ὁ Barsabbas (n.) [Person]
Βαρτιμαῖος, -ου, ὁ Bartimaeus (n.) [Person]
βαρύνω [LXX] to weigh down (v.)
βαρύς -εῖα -ύ heavy (adj.)
βαρύτατος -η -ον [LXX] heaviest (adj.)
βαρύτερος -α -ον weightier (adj.)
βαρύτιμος -ον punishing severely, of the gods below (adj.)
βασανίζω to torment (v.)
βασανισμός, -οῦ, ὁ torment (n.)
βασανιστής, -οῦ, ὁ oppressive jailer (n.)
βάσανος, -ου, ἡ torment (n.)
βασιλεία, -ας, ἡ kingdom (n.)
βασίλειον (s. βασίλειος) royal (adj.)
βασίλειος -ον royal (adj.)
βασιλεύς, -έως, ὁ king (n.)
βασιλεύω to reign (v.)
βασιλικός -ή -όν royal (adj.)
βασιλικώτερος -α -ον [LXX] more royal (adj.)
βασίλισσα, -ης, ἡ queen (n.)
βάσις, -εως, ἡ foot (n.)
βασκαίνω to bewitch (v.)
βαστάζω to bear (v.)
βάτος[1], -ου, ἡ and ὁ thorn bush (n.)
βάτος[2], -ου, ὁ bush (n.)
βάτραχος, -ου, ὁ frog (n.)
* βατταλογέω v.l. βαττο- to babble (v.)
* βαττολογέω (s. βαττα-) to babble (v.)