Α α
αυτ-
αα- αβ- αγ- αδ- αε- αζ- αη- αθ- αι- ακ- αλ- αμ- αν- αξ- αο- απ- αρ- ας- ατ- αυ- αφ- αχ- αψ- αω-
αυα- αυβ- αυγ- αυδ- αυε- αυζ- αυη- αυθ- αυι- αυκ- αυλ- αυμ- αυν- αυξ- αυο- αυπ- αυρ- αυς- αυτ- αυυ- αυφ- αυχ- αυψ- αυω-
αυτα- αυτβ- αυτγ- αυτδ- αυτε- αυτζ- αυτη- αυτθ- αυτι- αυτκ- αυτλ- αυτμ- αυτν- αυτξ- αυτο- αυτπ- αυτρ- αυτς- αυττ- αυτυ- αυτφ- αυτχ- αυτψ- αυτω-
Annotated entries are asterisked.
αὐτάρκης -ες content (adj.)
αὐτοκατάκριτος -ον self-condemned (adj.)
αὐτοκράτωρ, -ορος, ὁ [LXX] absolute ruler (n.)
αὐτόματος -η -ον automatic (adj.)
αὐτόπτης, -ου, ὁ eye-witness (n.)
αὐτός αὐτή αὐτό he/she/it/same (pron.) [Pronoun]
* αὐτοῦ[1] here/there (adv.)
αὑτοῦ[2] -ῆς -οῦ (s. ἑαυτοῦ) self (pron.) [Pronoun]
αὐτόφορος -ον (s. -φωρος) self-revealed (adj.)
αὐτόφωρος v.l. -φορος -ον self-revealed (adj.)
αὐτόχειρ αὐτόχειρ working with one's own hands (adj.)