Α α
ασυ-
αα- αβ- αγ- αδ- αε- αζ- αη- αθ- αι- ακ- αλ- αμ- αν- αξ- αο- απ- αρ- ας- ατ- αυ- αφ- αχ- αψ- αω-
ασα- ασβ- ασγ- ασδ- ασε- ασζ- αση- ασθ- ασι- ασκ- ασλ- ασμ- ασν- ασξ- ασο- ασπ- ασρ- ασς- αστ- ασυ- ασφ- ασχ- ασψ- ασω-
ασυα- ασυβ- ασυγ- ασυδ- ασυε- ασυζ- ασυη- ασυθ- ασυι- ασυκ- ασυλ- ασυμ- ασυν- ασυξ- ασυο- ασυπ- ασυρ- ασυς- ασυτ- ασυυ- ασυφ- ασυχ- ασυψ- ασυω-
Annotated entries are asterisked.
Ἀσύγκριτος[2], -ου, ὁ Asyncritus (n.) [Person]
ἀσύμφωνος -ον in disagreement with (adj.)
ἀσύνετος -ον clueless (adj.)
ἀσυνετώτερος -α -ον [LXX] more clueless (adj.)
ἀσύνθετος -ον Irreconcilable (adj.)