Α α
ασεβ-
αα- αβ- αγ- αδ- αε- αζ- αη- αθ- αι- ακ- αλ- αμ- αν- αξ- αο- απ- αρ- ας- ατ- αυ- αφ- αχ- αψ- αω-
ασα- ασβ- ασγ- ασδ- ασε- ασζ- αση- ασθ- ασι- ασκ- ασλ- ασμ- ασν- ασξ- ασο- ασπ- ασρ- ασς- αστ- ασυ- ασφ- ασχ- ασψ- ασω-
ασεα- ασεβ- ασεγ- ασεδ- ασεε- ασεζ- ασεη- ασεθ- ασει- ασεκ- ασελ- ασεμ- ασεν- ασεξ- ασεο- ασεπ- ασερ- ασες- ασετ- ασευ- ασεφ- ασεχ- ασεψ- ασεω-
Annotated entries are asterisked.
ἀσεβέστατος -η -ον [LXX] most unworshipful (adj.)
ἀσεβέω to be-impious/irreverent (v.)
ἀσεβής -ές ungodly (adj.)