Α α
αρπ-
αα- αβ- αγ- αδ- αε- αζ- αη- αθ- αι- ακ- αλ- αμ- αν- αξ- αο- απ- αρ- ας- ατ- αυ- αφ- αχ- αψ- αω-
αρα- αρβ- αργ- αρδ- αρε- αρζ- αρη- αρθ- αρι- αρκ- αρλ- αρμ- αρν- αρξ- αρο- αρπ- αρρ- αρς- αρτ- αρυ- αρφ- αρχ- αρψ- αρω-
αρπα- αρπβ- αρπγ- αρπδ- αρπε- αρπζ- αρπη- αρπθ- αρπι- αρπκ- αρπλ- αρπμ- αρπν- αρπξ- αρπο- αρππ- αρπρ- αρπς- αρπτ- αρπυ- αρπφ- αρπχ- αρπψ- αρπω-
Annotated entries are asterisked.
ἁρπαγμός, -οῦ, ὁ something worth seizing (n.)
ἁρπάζω to snatch (v.)
ἅρπαξ ἅρπαξ predatory (adj.)