Sign In | New Login | Edit Anonymously
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Α α

απο-

αα- αβ- αγ- αδ- αε- αζ- αη- αθ- αι- ακ- αλ- αμ- αν- αξ- αο- απ- αρ- ας- ατ- αυ- αφ- αχ- αψ- αω-
απα- απβ- απγ- απδ- απε- απζ- απη- απθ- απι- απκ- απλ- απμ- απν- απξ- απο- αππ- απρ- απς- απτ- απυ- απφ- απχ- απψ- απω-
αποα- αποβ- απογ- αποδ- αποε- αποζ- αποη- αποθ- αποι- αποκ- απολ- απομ- απον- αποξ- αποο- αποπ- απορ- απος- αποτ- απου- αποφ- αποχ- αποψ- αποω-

Annotated entries are asterisked.

ἀπό from (prep.)
ἀποβαίνω to get out (v.)
ἀποβάλλω to discard (v.)
ἀποβλέπω to pay attention (v.)
ἀπόβλητος -ον thrown away (adj.)
ἀποβολή, -ῆς, ἡ loss (n.)
ἀπογαλακτίζω [LXX] to wean (v.)
ἀπογίνομαι to separate (v.)
ἀπογινώσκω [LXX] to not know (v.)
ἀπογραφή, -ῆς, ἡ census (n.)
ἀπογράφω to inventory (v.)
ἀποδείκνυμι to proclaim (v.)
ἀπόδειξις, -εως, ἡ exhibition (n.)
ἀποδεκατόω to tithe from (v.)
ἀπόδεκτος -ον acceptable (adj.)
ἀποδέχομαι to welcome (v.)
ἀποδημέω to be/go abroad (v.)
ἀπόδημος -ον emigrant (adj.)
ἀποδίδωμι to give-back (v.)
ἀποδιορίζω to set apart completely (v.)
ἀποδοκιμάζω to disapprove/reject (v.)
ἀποδοχή, -ῆς, ἡ acceptance (n.)
ἀποθερίζω [LXX] to cut of (v.)
ἀπόθεσις, -εως, ἡ removal (n.)
ἀποθήκη, -ης, ἡ storehouse (n.)
ἀποθησαυρίζω to store away (v.)
ἀποθλίβω to to squeeze out (v.)
ἀποθνῄσκω to die (v.)
ἀποικίζω [LXX] to deport (v.)
ἀποκαθιστάνω/-ιστάω (by-form of ἀποκαθίστημι) to place down (v.)
ἀποκαθίστημι to restore (v.)
ἀποκαλύπτω to uncover/reveal (v.)
ἀποκάλυψις, -εως, ἡ revelation (n.)
ἀποκαραδοκία, -ας, ἡ earnest-expectation (n.)
ἀποκαταλλάσσω to completely-reconcile (v.)
ἀποκατάστασις, -εως, ἡ restoration/establishment (n.)
ἀπόκειμαι to hold in store (v.)
ἀποκεφαλίζω to behead (v.)
ἀποκλείω to shut/lock (v.)
ἀποκόπτω to sever (v.)
ἀπόκριμα, -ατος, τό response (n.)
ἀποκρίνομαι to answer (v.)
ἀπόκρισις, -εως, ἡ answer (n.)
ἀποκρύπτω to hide from (v.)
ἀπόκρυφος -ον from-hidden (adj.)
ἀποκτείνω, αποκτέννω/αποκτένω to kill (v.)
αποκτέννω (s. ἀποκτείνω) to kill (v.)
αποκτένω (s. ἀποκτείνω) to kill (v.)
ἀποκυέω to birth (v.)
ἀποκυλίω to roll away (v.)
ἀποκωφόομαι [LXX] to become deaf (v.)
ἀπολαμβάνω to receive/take (v.)
ἀπόλαυσις, -εως, ἡ enjoyment (n.)
ἀπολείπω to leave/remain (v.)
ἀπολείχω to lick off (v.)
ἀπόλλυμι to destroy (v.)
Ἀπολλύων, -ονος, ὁ Apollyon (n.) [Person]
Ἀπολλωνία, -ας, ἡ Apollonia (n.) [Place]
Ἀπολλῶς, -ῶ, ὁ Apollos (n.) [Person]
ἀπολογέομαι to speak in defense (v.)
ἀπολογία, -ας, ἡ rebuttal (n.)
ἀπολούω to ablute (v.)
ἀπολύτρωσις, -εως, ἡ redemption (n.)
ἀπολύω to release (v.)
ἀπομάσσω to to wipe clean (v.)
ἀπονέμω to portion out impart (v.)
ἀπονίπτω to wash off (v.)
ἀπονοέω [LXX] to have lost all sense (v.)
ἀποξαίνω [LXX] to ??? (v.)
ἀποξύω [LXX] to ??? (v.)
ἀποπειράομαι [LXX] to make trial-of (v.)
ἀποπίπτω to fall off (v.)
ἀποπλανάω to mislead (v.)
ἀποπλέω to to sail away sail off (v.)
ἀποπλύνω to wash off (v.)
ἀποπνίγω to suffocate/choke/drown (v.)
ἀπορέω to perplex/confuse (v.)
ἀπορία, -ας, ἡ perplexity (n.)
ἀπορίπτω (s. -ρρίπτω) to cast away (v.)
ἀπορρέω [LXX] to fall of (v.)
ἀπορρήγνυμι [LXX] to strike off (v.)
ἀπορρίπτω/-ρίπτω to cast away (v.)
ἀπορφανίζω to bereave (v.)
ἀποσείω [LXX] to shake off (v.)
ἀποσκευάζω [LXX] to provide oneself with necessaries (v.)
ἀποσκίασμα, -ατος, τό shadow (n.)
ἀποσκοπεύω [LXX] to examine from (v.)
ἀποσκορακίζω [LXX] to curse (v.)
ἀποσπάω to draw away (v.)
ἀποστασία, -ας, ἡ departure/renunciation (n.)
ἀποστάσιον, -ου, τό notice of divorce (n.)
ἀπόστασις, -εως, ἡ [LXX] causing to revolt (n.)
ἀποστατέω [LXX] to rebel (v.)
ἀποστάτης, -ου, ὁ [LXX] apostate (n.)
ἀποστεγάζω to un-roof (v.)
ἀποστέλλω to send-forth (v.)
ἀποστερέω to defraud (v.)
ἀποστολή, -ῆς, ἡ apostleship (n.)
ἀπόστολος, -ου, ὁ apostle (n.)
ἀποστοματίζω to from-mouth (v.)
ἀποστρέφω to turn-away (v.)
ἀποστυγέω to abhor (v.)
ἀποσυνάγωγος -ον excommunicated (adj.)
ἀποσυρίζω [LXX] to whistle (v.)
ἀποσύρω [LXX] to tear away (v.)
ἀποτάσσω to part from/renounce (v.)
ἀποτελέω to accomplish (v.)
ἀποτίθημι to put-away/reject/repudiate (v.)
ἀποτινάσσω to shake off (v.)
ἀποτίνω to repay (v.)
ἀποτολμάω to be bold (v.)
ἀποτομία, -ας, ἡ stringency (n.)
ἀποτόμως stringently (adv.)
ἀποτρέπω to turn away (from) (v.)
ἀποτρίβω [LXX] to wear out (v.)
ἀποτυγχάνω [LXX] to fail (v.)
ἀπουσία, -ας, ἡ absence (n.)
ἀποφαίνω [LXX] to display (v.)
ἀποφέρω to carry away (v.)
ἀποφεύγω to flee from (v.)
ἀποφθέγγομαι to opine (v.)
ἀποφορτίζομαι to discharge one's cargo (v.)
ἀποφυσάω [LXX] to blow away (v.)
ἀποχέω/-χύννω [LXX] to pour out (v.)
ἀπόχρησις, -εως, ἡ consuming (n.)
ἀποχύννω (s. -χέω) to pour out (v.)
* ἀποχωρέω to go away (v.)
ἀποχωρίζω to part (v.)
ἀποψύχω to faint/swoon (v.)

Copyright 2007-2024 Thomas Moore, Email: acct3 at katabiblon.com, Support Forum Set Local Timezone
Thursday, 28-Mar-2024 10:51:54 EDT

CATEGORIES

TEXTS

RESOURCES

ABOUT

The Kata Biblon Wiki Lexicon of the Greek New Testament is a publicly editable dictionary of the Greek New Testament and Septuagint.

www.katabiblon.com

OPTIONS



KEYMAP

abgdezhqiklm
αβγδεζηθικλμ
nxoprstufcyw
νξοπρστυφχψω
)(/\=|+'v@#*
᾿ ͺ¨ϝϛʹ%
Wildcard: %