Α α
απει-
αα- αβ- αγ- αδ- αε- αζ- αη- αθ- αι- ακ- αλ- αμ- αν- αξ- αο- απ- αρ- ας- ατ- αυ- αφ- αχ- αψ- αω-
απα- απβ- απγ- απδ- απε- απζ- απη- απθ- απι- απκ- απλ- απμ- απν- απξ- απο- αππ- απρ- απς- απτ- απυ- απφ- απχ- απψ- απω-
απεα- απεβ- απεγ- απεδ- απεε- απεζ- απεη- απεθ- απει- απεκ- απελ- απεμ- απεν- απεξ- απεο- απεπ- απερ- απες- απετ- απευ- απεφ- απεχ- απεψ- απεω-
Annotated entries are asterisked.
ἀπείθεια, -ας, ἡ stubbornness (n.)
ἀπειθέω to disobey (v.)
ἀπειθής -ές disobedient (adj.)
ἀπειλέω to threaten (v.)
ἀπειλή, -ῆς, ἡ threat (n.)
ἄπειμι[1] fr. εἰμί[1] to be absent (v.)
ἄπειμι[2] fr. εἶμι[2] to move from (v.)
ἀπεῖπον to refuse (v.)
ἀπείραστος -ον untempted (adj.)
ἄπειρος[1] -ον inexperienced (adj.)
ἄπειρος[2] -ον [LXX] endless (adj.)
ἀπειρότατος -η -ον [LXX] least experienced (adj.)