Α α
ανω-
αα- αβ- αγ- αδ- αε- αζ- αη- αθ- αι- ακ- αλ- αμ- αν- αξ- αο- απ- αρ- ας- ατ- αυ- αφ- αχ- αψ- αω-
ανα- ανβ- ανγ- ανδ- ανε- ανζ- ανη- ανθ- ανι- ανκ- ανλ- ανμ- ανν- ανξ- ανο- ανπ- ανρ- ανς- αντ- ανυ- ανφ- ανχ- ανψ- ανω-
ανωα- ανωβ- ανωγ- ανωδ- ανωε- ανωζ- ανωη- ανωθ- ανωι- ανωκ- ανωλ- ανωμ- ανων- ανωξ- ανωο- ανωπ- ανωρ- ανως- ανωτ- ανωυ- ανωφ- ανωχ- ανωψ- ανωω-
Annotated entries are asterisked.
ἀνώγεον, -ου, τό (s. ἀνάγαιον) Λόγος (n.)
ἄνωθεν from above (adv.)
ἀνώτατος -η -ον [LXX] highest (adj.)
ἀνωτερικός -ή -όν upper (adj.)
ἀνώτερος -έρα -ον higher/above (adj.)
ἀνωτέρω [LXX] upper (adv.)
ἀνωφελής -ές unbeneficial (adj.)