Α α
αντ-
αα- αβ- αγ- αδ- αε- αζ- αη- αθ- αι- ακ- αλ- αμ- αν- αξ- αο- απ- αρ- ας- ατ- αυ- αφ- αχ- αψ- αω-
ανα- ανβ- ανγ- ανδ- ανε- ανζ- ανη- ανθ- ανι- ανκ- ανλ- ανμ- ανν- ανξ- ανο- ανπ- ανρ- ανς- αντ- ανυ- ανφ- ανχ- ανψ- ανω-
αντα- αντβ- αντγ- αντδ- αντε- αντζ- αντη- αντθ- αντι- αντκ- αντλ- αντμ- αντν- αντξ- αντο- αντπ- αντρ- αντς- ανττ- αντυ- αντφ- αντχ- αντψ- αντω-
Annotated entries are asterisked.
ἀντάλλαγμα, -ατος, τό exchange (n.)
ἀνταναιρέω [LXX] to take-away (v.)
ἀντανακλάω [LXX] to reflect (v.)
ἀνταναπληρόω to fill up contra to (v.)
ἀντανίστημι [LXX] to ??? (v.)
ἀνταποδίδωμι to pay-back (v.)
ἀνταπόδομα, -ατος, τό recompense, repayment (n.)
ἀνταπόδοσις, -εως, ἡ reward (n.)
ἀνταποκρίνομαι to rejoin (v.)
ἀντέπω (s. ἀντιλέγω) to speak against (v.)
ἀντέχω to cling to by/endure (v.)
ἀντί against/instead (+gen) (prep.)
ἀντιβάλλω to exchange (v.)
ἀντιδιατίθημι to his opponents (v.)
ἀντιδίδωμι [LXX] to give in return repay (v.)
ἀντίδικος, -ου, ὁ adversary (n.)
ἀντίθεσις, -εως, ἡ antithesis (n.)
ἀντικαθίζομαι [LXX] to sit or lie over against (v.)
ἀντικαθίστημι to Oppose (v.)
ἀντικαλέω to to invite in turn (v.)
ἀντίκειμαι to be opposite to (v.)
ἀντικρύ (s. ἄντικρυς) ??? (adv.)
ἄντικρυς v.l. ἀντικρύ ??? (adv.)
* ἀντιλαμβάνω to lay hold/ receive instead (v.)
ἀντιλέγω to speak against (v.)
ἀντιλή(μ)πτωρ, -ορος, ὁ [LXX] helper/protector (n.)
ἀντίλη(μ)ψις, -εως, ἡ receiving in return or exchange (n.)
ἀντιλογία, -ας, ἡ contradiction/dispute (n.)
ἀντιλοιδορέω to revile in return (v.)
ἀντίλυτρον, -ου, τό ransom (n.)
ἀντιμετρέω to measure in return (v.)
ἀντιμισθία, -ας, ἡ recompense (n.)
Ἀντιόχεια, -ας, ἡ Antioch (n.) [Place]
Ἀντιοχεύς, -έως, ὁ Antiochene (n.)
ἀντιπαραβάλλω [LXX] to to hold side by side to compare or contrast (v.)
ἀντιπαρέρχομαι to avoid (v.)
Ἀντιπᾶς, -ᾶ, ὁ Antipas (n.) [Person]
Ἀντιπατρίς, -ίδος, ἡ Antipatris (n.) [Place]
ἀντιπέρα v.l. ἀντιπέραν opposite (adv.)
ἀντιπέραν (s. ἀντιπέρα) opposite (adv.)
ἀντιπίπτω to to fall against resist (v.)
ἀντιστηρίζω [LXX] to support (v.)
ἀντιστρατεύομαι to fight against (v.)
ἀντιτάσσω to line up against (v.)
ἀντιτίθημι [LXX] to to set against oppose c. dat. (v.)
ἀντίτυπος -ον antitypical (adj.)
ἀντίχριστος, -ου, ὁ antichrist (n.)
ἀντλέω to draw (v.)
ἄντλημα, -ατος, τό bucket (n.)
ἀντοφθαλμέω to look directly at (v.)