Α α
ανδ-
αα- αβ- αγ- αδ- αε- αζ- αη- αθ- αι- ακ- αλ- αμ- αν- αξ- αο- απ- αρ- ας- ατ- αυ- αφ- αχ- αψ- αω-
ανα- ανβ- ανγ- ανδ- ανε- ανζ- ανη- ανθ- ανι- ανκ- ανλ- ανμ- ανν- ανξ- ανο- ανπ- ανρ- ανς- αντ- ανυ- ανφ- ανχ- ανψ- ανω-
ανδα- ανδβ- ανδγ- ανδδ- ανδε- ανδζ- ανδη- ανδθ- ανδι- ανδκ- ανδλ- ανδμ- ανδν- ανδξ- ανδο- ανδπ- ανδρ- ανδς- ανδτ- ανδυ- ανδφ- ανδχ- ανδψ- ανδω-
Annotated entries are asterisked.
Ἀνδρέας, -ου, ὁ Andrew (n.) [Person]
ἀνδρεῖος -α -ον [LXX] manly (adj.)
ἀνδρειότερος -α -ον [LXX] more manly (adj.)
ἀνδρίζομαι to man up (v.)
Ἀνδρόνικος, -ου, ὁ Andronicus (n.) [Person]
ἀνδροφόνος, -ου, ὁ male- or husband-killer (n.)