Α α
αλλ-
αα- αβ- αγ- αδ- αε- αζ- αη- αθ- αι- ακ- αλ- αμ- αν- αξ- αο- απ- αρ- ας- ατ- αυ- αφ- αχ- αψ- αω-
αλα- αλβ- αλγ- αλδ- αλε- αλζ- αλη- αλθ- αλι- αλκ- αλλ- αλμ- αλν- αλξ- αλο- αλπ- αλρ- αλς- αλτ- αλυ- αλφ- αλχ- αλψ- αλω-
αλλα- αλλβ- αλλγ- αλλδ- αλλε- αλλζ- αλλη- αλλθ- αλλι- αλλκ- αλλλ- αλλμ- αλλν- αλλξ- αλλο- αλλπ- αλλρ- αλλς- αλλτ- αλλυ- αλλφ- αλλχ- αλλψ- αλλω-
Annotated entries are asterisked.
ἀλλάσσω to change/alter (v.)
ἀλλαχόθεν from elsewhere (adv.)
ἀλλαχοῦ elsewhere (adv.)
ἀλληγορέω to speak allegorically (v.)
ἁλληλουϊά hallelujah (Heb./Aram.) [Hebrew-Aramaic]
ἀλλήλων one another (pron.) [Pronoun]
ἀλλογενής -ές other-born (adj.)
ἀλλοιόω [LXX] to alter (v.)
ἅλλομαι to leap (v.)
ἄλλος -η -ο other(of similar kind) (pron.) [Pronoun]
ἀλλοτριεπίσκοπος v.l. -τριοεπί-, -ου, ὁ meddler (n.)
ἀλλοτριοεπίσκοπος, -ου, ὁ (s. -τριεπί-) meddler (n.)
ἀλλότριος -ία -ον another's (pron.) [Pronoun]
ἀλλόφυλος -ον foreign (adj.)
ἄλλως otherwise (adv.)