Α α
αλι-
αα- αβ- αγ- αδ- αε- αζ- αη- αθ- αι- ακ- αλ- αμ- αν- αξ- αο- απ- αρ- ας- ατ- αυ- αφ- αχ- αψ- αω-
αλα- αλβ- αλγ- αλδ- αλε- αλζ- αλη- αλθ- αλι- αλκ- αλλ- αλμ- αλν- αλξ- αλο- αλπ- αλρ- αλς- αλτ- αλυ- αλφ- αλχ- αλψ- αλω-
αλια- αλιβ- αλιγ- αλιδ- αλιε- αλιζ- αλιη- αλιθ- αλιι- αλικ- αλιλ- αλιμ- αλιν- αλιξ- αλιο- αλιπ- αλιρ- αλις- αλιτ- αλιυ- αλιφ- αλιχ- αλιψ- αλιω-
Annotated entries are asterisked.
ἁλιαίετος (v.l. ἁλιάετος), -οῦ, ὁ [LXX] osprey (n.)
ἁλιεύς v.l. ἁλεεύς, -έως, ὁ fisher (n.)
ἁλιεύω to fish (v.)
ἁλίζω to salt/season (v.)
ἀλίσγεμα, -ατος, τό (s.ἀλίσγημα) pollution (n.)
ἀλίσγημα, -ατος, τό pollution (n.)
ἁλίσκομαι [LXX] to catch (v.)