Α α
ακρ-
αα- αβ- αγ- αδ- αε- αζ- αη- αθ- αι- ακ- αλ- αμ- αν- αξ- αο- απ- αρ- ας- ατ- αυ- αφ- αχ- αψ- αω-
ακα- ακβ- ακγ- ακδ- ακε- ακζ- ακη- ακθ- ακι- ακκ- ακλ- ακμ- ακν- ακξ- ακο- ακπ- ακρ- ακς- ακτ- ακυ- ακφ- ακχ- ακψ- ακω-
ακρα- ακρβ- ακργ- ακρδ- ακρε- ακρζ- ακρη- ακρθ- ακρι- ακρκ- ακρλ- ακρμ- ακρν- ακρξ- ακρο- ακρπ- ακρρ- ακρς- ακρτ- ακρυ- ακρφ- ακρχ- ακρψ- ακρω-
Annotated entries are asterisked.
ἀκρατής -ές without self-control (adj.)
ἄκρατος -ον unmixed (adj.)
ἀκριβασμός, -ου, ὁ [LXX] male deer (n.)
ἀκρίβεια, -ας, ἡ precision (n.)
ἀκριβέστατος -η -ον most exact (adj.)
ἀκριβέστερον more accurately (adv.)
ἀκριβέστερος -α -ον [EXTRA] more exact (adj.)
ἀκριβής -ές [LXX] exact (adj.)
ἀκριβόω to carefully ascertain (v.)
ἀκριβῶς exactly (adv.)
* ἀκρίς, -ίδος, ἡ locust (n.)
ἀκρίτως [LXX] unfairly (adv.)
ἀκροατήριον, -ου, τό audience room (n.)
ἀκροατής, -οῦ, ὁ hearer (n.)
ἀκροβυστία, -ας, ἡ foreskin (n.)
* ἀκρογωνιαῖος -α -ον far-corner (adj.)
ἀκροθίνιον, -ου, τό spoils (n.)
ἄκρον, -ου, τό farthest-extent/edge (n.)
ἀκροφύλαξ, -ακος, ὁ [LXX] governor of a citadel (n.)