Α α
αιτ-
αα- αβ- αγ- αδ- αε- αζ- αη- αθ- αι- ακ- αλ- αμ- αν- αξ- αο- απ- αρ- ας- ατ- αυ- αφ- αχ- αψ- αω-
αια- αιβ- αιγ- αιδ- αιε- αιζ- αιη- αιθ- αιι- αικ- αιλ- αιμ- αιν- αιξ- αιο- αιπ- αιρ- αις- αιτ- αιυ- αιφ- αιχ- αιψ- αιω-
αιτα- αιτβ- αιτγ- αιτδ- αιτε- αιτζ- αιτη- αιτθ- αιτι- αιτκ- αιτλ- αιτμ- αιτν- αιτξ- αιτο- αιτπ- αιτρ- αιτς- αιττ- αιτυ- αιτφ- αιτχ- αιτψ- αιτω-
Annotated entries are asterisked.
* αἰτέω to ask (v.)
αἴτημα, -ατος, τό request (n.)
αἰτία, -ας, ἡ charge (n.)
αἰτίαμα (s. αἰτίωμα) charge (n.)
αἰτιάομαι [LXX] to accuse (v.)
αἴτιον (s. αἴτιος) cause (adj.)
αἴτιος -ία -ον cause (adj.)
αἰτίωμα v.l. αἰτίαμα, -ατος, τό charge (n.)