Α α
αις-
αα- αβ- αγ- αδ- αε- αζ- αη- αθ- αι- ακ- αλ- αμ- αν- αξ- αο- απ- αρ- ας- ατ- αυ- αφ- αχ- αψ- αω-
αια- αιβ- αιγ- αιδ- αιε- αιζ- αιη- αιθ- αιι- αικ- αιλ- αιμ- αιν- αιξ- αιο- αιπ- αιρ- αις- αιτ- αιυ- αιφ- αιχ- αιψ- αιω-
αισα- αισβ- αισγ- αισδ- αισε- αισζ- αιση- αισθ- αισι- αισκ- αισλ- αισμ- αισν- αισξ- αισο- αισπ- αισρ- αισς- αιστ- αισυ- αισφ- αισχ- αισψ- αισω-
Annotated entries are asterisked.
αἴσθησις, -εως, ἡ discretion (n.)
αἰσθητήριον, -ου, τό discernment (n.)
αἴσχιστος -η -ον [LXX] most shameful (adj.)
αἰσχροκερδής -ές money-grubbing (adj.)
αἰσχροκερδῶς with ulterior motives (adv.)
αἰσχρολογία, -ας, ἡ coarse language (n.)
αἰσχρόν (s. αἰσχρός) shameful (adj.)
αἰσχρός -ά -όν shameful (adj.)
αἰσχρότερος -α -ον [LXX] more shameful (adj.)
αἰσχρότης, -ητος, ἡ shameful (n.)
αἰσχύνη, -ης, ἡ shame/disgrace/dishonor (n.)
αἰσχυντηρός -α -ον [LXX] bashful, modest (adj.)
αἰσχύνω to shame (v.)