Α α
αιχ-
αα- αβ- αγ- αδ- αε- αζ- αη- αθ- αι- ακ- αλ- αμ- αν- αξ- αο- απ- αρ- ας- ατ- αυ- αφ- αχ- αψ- αω-
αια- αιβ- αιγ- αιδ- αιε- αιζ- αιη- αιθ- αιι- αικ- αιλ- αιμ- αιν- αιξ- αιο- αιπ- αιρ- αις- αιτ- αιυ- αιφ- αιχ- αιψ- αιω-
αιχα- αιχβ- αιχγ- αιχδ- αιχε- αιχζ- αιχη- αιχθ- αιχι- αιχκ- αιχλ- αιχμ- αιχν- αιχξ- αιχο- αιχπ- αιχρ- αιχς- αιχτ- αιχυ- αιχφ- αιχχ- αιχψ- αιχω-
Annotated entries are asterisked.
αἰχμαλωτεύω to capture (v.)
αἰχμαλωτίζω to make captive (v.)
αἰχμάλωτος[1] -ον [LXX] captive (adj.)
αἰχμάλωτος[2], -ώτου, ὁ captive (n.)