Α α
αγα-
αα- αβ- αγ- αδ- αε- αζ- αη- αθ- αι- ακ- αλ- αμ- αν- αξ- αο- απ- αρ- ας- ατ- αυ- αφ- αχ- αψ- αω-
αγα- αγβ- αγγ- αγδ- αγε- αγζ- αγη- αγθ- αγι- αγκ- αγλ- αγμ- αγν- αγξ- αγο- αγπ- αγρ- αγς- αγτ- αγυ- αγφ- αγχ- αγψ- αγω-
αγαα- αγαβ- αγαγ- αγαδ- αγαε- αγαζ- αγαη- αγαθ- αγαι- αγακ- αγαλ- αγαμ- αγαν- αγαξ- αγαο- αγαπ- αγαρ- αγας- αγατ- αγαυ- αγαφ- αγαχ- αγαψ- αγαω-
Annotated entries are asterisked.
ἀγαθοεργέω/-ουργέω to do good (v.)
ἀγαθοποιέω to do good (v.)
ἀγαθοποιΐα, -ας, ἡ doing good (n.)
ἀγαθοποιός -όν good-doer (adj.)
ἀγαθός -ή -όν good (adj.)
ἀγαθουργέω (s. -οεργέω) to do good (v.)
ἀγαθύνω [LXX] to do-good (v.)
ἀγαθωσύνη, -ης, ἡ goodness (n.)
ἀγαθώτερος -α -ον [LXX] better (adj.)
ἀγαλλίαμα, -ατος, τό [LXX] exhultation (n.)
ἀγαλλίασις, -εως, ἡ rejoicing (n.)
ἀγαλλιάω to exult (v.)
ἄγαμος, -οῦ, ὁ and ἡ unmarried person (n.)
ἄγαν [LXX] too much (adv.)
ἀγανακτέω to resent (v.)
ἀγανάκτησις, -εως, ἡ indignation (n.)
ἀγαπάω to agape-love (v.)
ἀγάπη, -ης, ἡ love (n.)
ἀγαπητός -ή -όν beloved (adj.)
Ἁγάρ, ἡ Hagar (n.) [Person]