Α α
αφο-
αα- αβ- αγ- αδ- αε- αζ- αη- αθ- αι- ακ- αλ- αμ- αν- αξ- αο- απ- αρ- ας- ατ- αυ- αφ- αχ- αψ- αω-
αφα- αφβ- αφγ- αφδ- αφε- αφζ- αφη- αφθ- αφι- αφκ- αφλ- αφμ- αφν- αφξ- αφο- αφπ- αφρ- αφς- αφτ- αφυ- αφφ- αφχ- αφψ- αφω-
αφοα- αφοβ- αφογ- αφοδ- αφοε- αφοζ- αφοη- αφοθ- αφοι- αφοκ- αφολ- αφομ- αφον- αφοξ- αφοο- αφοπ- αφορ- αφος- αφοτ- αφου- αφοφ- αφοχ- αφοψ- αφοω-
Annotated entries are asterisked.
ἀφομοιόω to make like (v.)
ἀφοράω to look from/at (v.)
ἀφόρητος -ον [LXX] unbearable (adj.)
ἀφορία, -ας ἡ [LXX] barrenness (n.)
ἀφορίζω to separate (v.)
ἀφόρισμα, -ατος, τό [LXX] hollow (n.)
ἀφορισμός, -οῦ, ὁ [LXX] ??? (n.)
ἀφορμή, -ῆς, ἡ occasion (n.)