Α α
αδι-
αα- αβ- αγ- αδ- αε- αζ- αη- αθ- αι- ακ- αλ- αμ- αν- αξ- αο- απ- αρ- ας- ατ- αυ- αφ- αχ- αψ- αω-
αδα- αδβ- αδγ- αδδ- αδε- αδζ- αδη- αδθ- αδι- αδκ- αδλ- αδμ- αδν- αδξ- αδο- αδπ- αδρ- αδς- αδτ- αδυ- αδφ- αδχ- αδψ- αδω-
αδια- αδιβ- αδιγ- αδιδ- αδιε- αδιζ- αδιη- αδιθ- αδιι- αδικ- αδιλ- αδιμ- αδιν- αδιξ- αδιο- αδιπ- αδιρ- αδις- αδιτ- αδιυ- αδιφ- αδιχ- αδιψ- αδιω-
Annotated entries are asterisked.
ἀδιάλειπτος -ον incessant (adj.)
ἀδιαλείπτως unceasingly (adv.)
ἀδιαφθορία, -ας, ἡ incorruptible (n.)
ἀδικέω to do-harm/wrong (v.)
ἀδίκημα, -ατος, τό wrong (n.)
ἀδικία, -ας, ἡ wrongdoing (n.)
ἄδικος -ον unjust (adj.)
ἀδίκως unjustly (adv.)