τραυματιζω • TRAUMATIZW • traumatizō

Search: ετραυματισαν

MatchLemmaUncontracted Form(s)Parsing
ετραυματισαντραυματίζωε·τραυματι·σαν1aor act ind 3rd pl

τραυματίζω (-, -, τραυματι·σ-, -, τετραυματισ-, τραυματισ·θ-)

Verb

Not all forms below are necessarily attested. Highlighted words may or may not be a match to the GNT or LXX, if another word also inflects the same way.

3rd(a) Principal Part (1st Aorist Active and Middle-Passive) [hide]

1st Aorist Indicative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stετραυματισαε·τραυματι·σαετραυματισαμηνε·τραυματι·σαμην
2ndετραυματισαςε·τραυματι·σαςετραυματισωε·τραυματι·σω
3rdετραυματισεν, ετραυματισεε·τραυματι·σε(ν)ετραυματισατοε·τραυματι·σατο
Pl1stετραυματισαμενε·τραυματι·σαμενετραυματισαμεθαε·τραυματι·σαμεθα
2ndετραυματισατεε·τραυματι·σατεετραυματισασθεε·τραυματι·σασθε
3rdετραυματισαν[LXX]ε·τραυματι·σανετραυματισαντοε·τραυματι·σαντο

1st Aorist Subjunctive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stτραυματισωτραυματι·σωτραυματισωμαιτραυματι·σωμαι
2ndτραυματισῃςτραυματι·σῃςτραυματισῃτραυματι·σῃ
3rdτραυματισῃτραυματι·σῃτραυματισηταιτραυματι·σηται
Pl1stτραυματισωμεντραυματι·σωμεντραυματισωμεθατραυματι·σωμεθα
2ndτραυματισητετραυματι·σητετραυματισησθετραυματι·σησθε
3rdτραυματισωσιν, τραυματισωσιτραυματι·σωσι(ν)τραυματισωνταιτραυματι·σωνται

1st Aorist Optative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stτραυματισαιμιτραυματι·σαιμιτραυματισαιμηντραυματι·σαιμην
2ndτραυματισαις, τραυματισειαςτραυματι·σαις, τραυματι·σειας classicalτραυματισαιοτραυματι·σαιο
3rdτραυματισαι, τραυματισειετραυματι·σαι, τραυματι·σειε classicalτραυματισαιτοτραυματι·σαιτο
Pl1stτραυματισαιμεντραυματι·σαιμεντραυματισαιμεθατραυματι·σαιμεθα
2ndτραυματισαιτετραυματι·σαιτετραυματισαισθετραυματι·σαισθε
3rdτραυματισαιεν, τραυματισαισαν, τραυματισειαν, τραυματισειεντραυματι·σαιεν, τραυματι·σαισαν alt, τραυματι·σειαν classical, τραυματι·σειεν classicalτραυματισαιντοτραυματι·σαιντο

1st Aorist Imperative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2ndτραυματισοντραυματι·σοντραυματισαιτραυματι·σαι
3rdτραυματισατωτραυματι·σατωτραυματισασθωτραυματι·σασθω
Pl1st
2ndτραυματισατετραυματι·σατετραυματισασθετραυματι·σασθε
3rdτραυματισατωσαν, τραυματισαντωντραυματι·σατωσαν, τραυματι·σαντων classicalτραυματισασθωσαν, τραυματισασθωντραυματι·σασθωσαν, τραυματι·σασθων classical

1st Aorist Infinitive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
τραυματισαι​τραυματι·σαι​τραυματισασθαι​τραυματι·σασθαι​

1st Aorist Participle

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocτραυματισασατραυματισαςτραυματισαντραυματι·σασ·ατραυματι·σα[ντ]·ςτραυματι·σαν[τ]
Nom
Accτραυματισασαντραυματισαντατραυματι·σασ·αντραυματι·σαντ·α
Datτραυματισασῃτραυματισαντιτραυματι·σασ·ῃτραυματι·σαντ·ι
Genτραυματισασηςτραυματισαντοςτραυματι·σασ·ηςτραυματι·σαντ·ος
PlVocτραυματισασαιτραυματισαντες[GNT]τραυματισαντατραυματι·σασ·αιτραυματι·σαντ·εςτραυματι·σαντ·α
Nom
Accτραυματισασαςτραυματισανταςτραυματι·σασ·αςτραυματι·σαντ·ας
Datτραυματισασαιςτραυματισασι, τραυματισασιντραυματι·σασ·αιςτραυματι·σα[ντ]·σι(ν)
Genτραυματισασωντραυματισαντωντραυματι·σασ·ωντραυματι·σαντ·ων
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocτραυματισαμενητραυματισαμενετραυματι·σαμεν·ητραυματι·σαμεν·ε
Nomτραυματισαμενοςτραυματι·σαμεν·ος
Accτραυματισαμενηντραυματισαμενοντραυματι·σαμεν·ηντραυματι·σαμεν·ον
Datτραυματισαμενῃτραυματισαμενῳτραυματι·σαμεν·ῃτραυματι·σαμεν·ῳ
Genτραυματισαμενηςτραυματισαμενουτραυματι·σαμεν·ηςτραυματι·σαμεν·ου
PlVocτραυματισαμεναιτραυματισαμενοιτραυματισαμενατραυματι·σαμεν·αιτραυματι·σαμεν·οιτραυματι·σαμεν·α
Nom
Accτραυματισαμεναςτραυματισαμενουςτραυματι·σαμεν·αςτραυματι·σαμεν·ους
Datτραυματισαμεναιςτραυματισαμενοιςτραυματι·σαμεν·αιςτραυματι·σαμεν·οις
Genτραυματισαμενωντραυματισαμενωντραυματι·σαμεν·ωντραυματι·σαμεν·ων

4th and 5th Principal Parts (Perfect and Pluperfect) [hide]

Perfect Indicative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stτετραυματισμαιτετραυματισ·μαι
2ndτετραυματισαιτετραυματισ·[σ]αι
3rdτετραυματισταιτετραυματισ·ται
Pl1stτετραυματισμεθατετραυματισ·μεθα
2ndτετραυματισθετετραυματισ·[σ]θε
3rdτετραυματιδαταιτετραυματισ·νται

Future Perfect Indicative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stτετραυματισομαιτετραυματισ·[σ]ομαι
2ndτετραυματισῃ, τετραυματισειτετραυματισ·[σ]ῃ, τετραυματισ·[σ]ει classical
3rdτετραυματισεταιτετραυματισ·[σ]εται
Pl1stτετραυματισομεθατετραυματισ·[σ]ομεθα
2ndτετραυματισεσθετετραυματισ·[σ]εσθε
3rdτετραυματισονταιτετραυματισ·[σ]ονται

Perfect Subjunctive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Perfect Optative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Future Perfect Optative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stτετραυματισοιμηντετραυματισ·[σ]οιμην
2ndτετραυματισοιοτετραυματισ·[σ]οιο
3rdτετραυματισοιτοτετραυματισ·[σ]οιτο
Pl1stτετραυματισοιμεθατετραυματισ·[σ]οιμεθα
2ndτετραυματισοισθετετραυματισ·[σ]οισθε
3rdτετραυματισοιντοτετραυματισ·[σ]οιντο

Perfect Imperative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2ndτετραυματισοτετραυματισ·[σ]ο
3rdτετραυματισθωτετραυματισ·[σ]θω
Pl1st
2ndτετραυματισθετετραυματισ·[σ]θε
3rdτετραυματισθωσαν, τετραυματισθωντετραυματισ·[σ]θωσαν, τετραυματισ·[σ]θων classical

Perfect Infinitive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
τετραυματισθαι​τετραυματισ·[σ]θαι​

Future Perfect Infinitive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
τετραυματισεσθαι​τετραυματισ·[σ]εσθαι​

Perfect Participle

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVoc
Nom
Acc
Dat
Gen
PlVoc
Nom
Acc
Dat
Gen
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocτετραυματισμενητετραυματισμενετετραυματισ·μεν·ητετραυματισ·μεν·ε
Nomτετραυματισμενοςτετραυματισ·μεν·ος
Accτετραυματισμενηντετραυματισμενοντετραυματισ·μεν·ηντετραυματισ·μεν·ον
Datτετραυματισμενῃτετραυματισμενῳτετραυματισ·μεν·ῃτετραυματισ·μεν·ῳ
Genτετραυματισμενηςτετραυματισμενουτετραυματισ·μεν·ηςτετραυματισ·μεν·ου
PlVocτετραυματισμεναιτετραυματισμενοι[LXX]τετραυματισμενατετραυματισ·μεν·αιτετραυματισ·μεν·οιτετραυματισ·μεν·α
Nom
Accτετραυματισμεναςτετραυματισμενους[GNT][LXX]τετραυματισ·μεν·αςτετραυματισ·μεν·ους
Datτετραυματισμεναιςτετραυματισμενοιςτετραυματισ·μεν·αιςτετραυματισ·μεν·οις
Genτετραυματισμενων[LXX]τετραυματισμενων[LXX]τετραυματισ·μεν·ωντετραυματισ·μεν·ων

Pluperfect Indicative Augmented

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stετετραυματισμηνε·τετραυματισ·μην
2ndετετραυματισοε·τετραυματισ·[σ]ο
3rdετετραυματιστοε·τετραυματισ·το
Pl1stετετραυματισμεθαε·τετραυματισ·μεθα
2ndετετραυματισθεε·τετραυματισ·[σ]θε
3rdετετραυματιδατοε·τετραυματισ·ντο

Pluperfect Indicative Unaugmented

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stτετραυματισμην[ε]·τετραυματισ·μην
2ndτετραυματισο[ε]·τετραυματισ·[σ]ο
3rdτετραυματιστο[ε]·τετραυματισ·το
Pl1stτετραυματισμεθα[ε]·τετραυματισ·μεθα
2ndτετραυματισθε[ε]·τετραυματισ·[σ]θε
3rdτετραυματιδατο[ε]·τετραυματισ·ντο

6th Principal Part (θη-Aorist and θη-Future) [hide]

θη-Aorist Indicative [show][hide]

θη-Aorist
InflectionUncontracted
Sg1stετραυματισθηνε·τραυματισ·θην
2ndετραυματισθης[LXX]ε·τραυματισ·θης
3rdετραυματισθη[LXX]ε·τραυματισ·θη
Pl1stετραυματισθημενε·τραυματισ·θημεν
2ndετραυματισθητεε·τραυματισ·θητε
3rdετραυματισθησανε·τραυματισ·θησαν

θη-Future Indicative [show][hide]

θη-Future
InflectionUncontracted
Sg1stτραυματισθησομαιτραυματισ·θησομαι
2ndτραυματισθησῃ, τραυματισθησειτραυματισ·θησῃ, τραυματισ·θησει classical
3rdτραυματισθησεταιτραυματισ·θησεται
Pl1stτραυματισθησομεθατραυματισ·θησομεθα
2ndτραυματισθησεσθετραυματισ·θησεσθε
3rdτραυματισθησονταιτραυματισ·θησονται

θη-Aorist Subjunctive [show][hide]

θη-Aorist
InflectionUncontracted
Sg1stτραυματισθωτραυματισ·θω
2ndτραυματισθῃςτραυματισ·θῃς
3rdτραυματισθῃτραυματισ·θῃ
Pl1stτραυματισθωμεντραυματισ·θωμεν
2ndτραυματισθητετραυματισ·θητε
3rdτραυματισθωσιν, τραυματισθωσιτραυματισ·θωσι(ν)

θη-Aorist Optative [show][hide]

θη-Aorist
InflectionUncontracted
Sg1stτραυματισθειηντραυματισ·θειην
2ndτραυματισθειηςτραυματισ·θειης
3rdτραυματισθειητραυματισ·θειη
Pl1stτραυματισθειημεν, τραυματισθειμεντραυματισ·θειημεν, τραυματισ·θειμεν classical
2ndτραυματισθειητε, τραυματισθειτετραυματισ·θειητε, τραυματισ·θειτε classical
3rdτραυματισθειησαν, τραυματισθειεντραυματισ·θειησαν, τραυματισ·θειεν classical

θη-Future Optative [show][hide]

θη-Future
InflectionUncontracted
Sg1stτραυματισθησοιμηντραυματισ·θησοιμην
2ndτραυματισθησοιοτραυματισ·θησοιο
3rdτραυματισθησοιτοτραυματισ·θησοιτο
Pl1stτραυματισθησοιμεθατραυματισ·θησοιμεθα
2ndτραυματισθησοισθετραυματισ·θησοισθε
3rdτραυματισθησοιντοτραυματισ·θησοιντο

θη-Aorist Imperative [show][hide]

θη-Aorist
InflectionUncontracted
Sg1st
2ndτραυματισθητιτραυματισ·θητι
3rdτραυματισθητωτραυματισ·θητω
Pl1st
2ndτραυματισθητετραυματισ·θητε
3rdτραυματισθητωσαν, τραυματισθεντωντραυματισ·θητωσαν, τραυματισ·θεντων classical

θη-Aorist Infinitive [show][hide]

θη-Aorist
InflectionUncontracted
τραυματισθηναι​τραυματισ·θηναι​

θη-Future Infinitive [show][hide]

θη-Future
InflectionUncontracted
τραυματισθησεσθαι​τραυματισ·θησεσθαι​

θη-Aorist Participle [show][hide]

θη-Aorist
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocτραυματισθεισατραυματισθειςτραυματισθεντραυματισ·θεισ·ατραυματισ·θει[ντ]·ςτραυματισ·θε[ι]ν[τ]
Nom
Accτραυματισθεισαντραυματισθεντατραυματισ·θεισ·αντραυματισ·θε[ι]ντ·α
Datτραυματισθεισῃτραυματισθεντιτραυματισ·θεισ·ῃτραυματισ·θε[ι]ντ·ι
Genτραυματισθεισηςτραυματισθεντοςτραυματισ·θεισ·ηςτραυματισ·θε[ι]ντ·ος
PlVocτραυματισθεισαιτραυματισθεντεςτραυματισθεντατραυματισ·θεισ·αιτραυματισ·θε[ι]ντ·εςτραυματισ·θε[ι]ντ·α
Nom
Accτραυματισθεισαςτραυματισθενταςτραυματισ·θεισ·αςτραυματισ·θε[ι]ντ·ας
Datτραυματισθεισαιςτραυματισθεισι, τραυματισθεισιντραυματισ·θεισ·αιςτραυματισ·θει[ντ]·σι(ν)
Genτραυματισθεισωντραυματισθεντωντραυματισ·θεισ·ωντραυματισ·θε[ι]ντ·ων

θη-Future Participle [show][hide]

θη-Future
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocτραυματισθησομενητραυματισθησομενετραυματισ·θησομεν·ητραυματισ·θησομεν·ε
Nomτραυματισθησομενοςτραυματισ·θησομεν·ος
Accτραυματισθησομενηντραυματισθησομενοντραυματισ·θησομεν·ηντραυματισ·θησομεν·ον
Datτραυματισθησομενῃτραυματισθησομενῳτραυματισ·θησομεν·ῃτραυματισ·θησομεν·ῳ
Genτραυματισθησομενηςτραυματισθησομενουτραυματισ·θησομεν·ηςτραυματισ·θησομεν·ου
PlVocτραυματισθησομεναιτραυματισθησομενοιτραυματισθησομενατραυματισ·θησομεν·αιτραυματισ·θησομεν·οιτραυματισ·θησομεν·α
Nom
Accτραυματισθησομεναςτραυματισθησομενουςτραυματισ·θησομεν·αςτραυματισ·θησομεν·ους
Datτραυματισθησομεναιςτραυματισθησομενοιςτραυματισ·θησομεν·αιςτραυματισ·θησομεν·οις
Genτραυματισθησομενωντραυματισθησομενωντραυματισ·θησομεν·ωντραυματισ·θησομεν·ων

Copyright 2007-2024 Thomas Moore, Email: acct3 at katabiblon.com, Support Forum Set Local Timezone
Monday, 18-Mar-2024 22:04:09 EDT