επιστηριζω • EPISTHRIZW • epistērizō

Search: επιστηρισομαι

MatchLemmaUncontracted Form(s)Parsing
επιστηρισομαιἐπιστηρίζωεπι·στηρι·σομαιfut mp ind 1st sg

ἐπι·στηρίζω (επι+στηριζ-, επι+στηρι(ε)·[σ]-/επι+στηρι·σ-, επι+στηρι·σ-/επι+στηριξ-, -, επ+εστηρισ-/επ+εστηριγ-, επι+στηρισ·θ-/επι+στηριχ·θ-)

Verb

Not all forms below are necessarily attested. Highlighted words may or may not be a match to the GNT or LXX, if another word also inflects the same way.

1st Principal Part (Present and Imperfect) [hide]

Present Indicative Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stεπιστηριζωεπι·στηριζ·ωεπιστηριζομαιεπι·στηριζ·ομαι
2ndεπιστηριζειςεπι·στηριζ·ειςεπιστηριζῃ, επιστηριζει, επιστηριζεσαιεπι·στηριζ·ῃ, επι·στηριζ·ει classical, επι·στηριζ·εσαι alt
3rdεπιστηριζειεπι·στηριζ·ειεπιστηριζεταιεπι·στηριζ·εται
Pl1stεπιστηριζομενεπι·στηριζ·ομενεπιστηριζομεθαεπι·στηριζ·ομεθα
2ndεπιστηριζετεεπι·στηριζ·ετεεπιστηριζεσθεεπι·στηριζ·εσθε
3rdεπιστηριζουσιν, επιστηριζουσιεπι·στηριζ·ουσι(ν)επιστηριζονταιεπι·στηριζ·ονται

Present Indicative Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Present Subjunctive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stεπιστηριζωεπι·στηριζ·ωεπιστηριζωμαιεπι·στηριζ·ωμαι
2ndεπιστηριζῃςεπι·στηριζ·ῃςεπιστηριζῃεπι·στηριζ·ῃ
3rdεπιστηριζῃεπι·στηριζ·ῃεπιστηριζηταιεπι·στηριζ·ηται
Pl1stεπιστηριζωμενεπι·στηριζ·ωμενεπιστηριζωμεθαεπι·στηριζ·ωμεθα
2ndεπιστηριζητεεπι·στηριζ·ητεεπιστηριζησθεεπι·στηριζ·ησθε
3rdεπιστηριζωσιν, επιστηριζωσιεπι·στηριζ·ωσι(ν)επιστηριζωνταιεπι·στηριζ·ωνται

Present Optative Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stεπιστηριζοιμιεπι·στηριζ·οιμιεπιστηριζοιμηνεπι·στηριζ·οιμην
2ndεπιστηριζοιςεπι·στηριζ·οιςεπιστηριζοιοεπι·στηριζ·οιο
3rdεπιστηριζοιεπι·στηριζ·οιεπιστηριζοιτοεπι·στηριζ·οιτο
Pl1stεπιστηριζοιμενεπι·στηριζ·οιμενεπιστηριζοιμεθαεπι·στηριζ·οιμεθα
2ndεπιστηριζοιτεεπι·στηριζ·οιτεεπιστηριζοισθεεπι·στηριζ·οισθε
3rdεπιστηριζοιεν, επιστηριζοισανεπι·στηριζ·οιεν, επι·στηριζ·οισαν altεπιστηριζοιντοεπι·στηριζ·οιντο

Present Optative Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Present Imperative Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2ndεπιστηριζεεπι·στηριζ·εεπιστηριζουεπι·στηριζ·ου
3rdεπιστηριζετωεπι·στηριζ·ετωεπιστηριζεσθωεπι·στηριζ·εσθω
Pl1st
2ndεπιστηριζετεεπι·στηριζ·ετεεπιστηριζεσθεεπι·στηριζ·εσθε
3rdεπιστηριζετωσαν, επιστηριζοντωνεπι·στηριζ·ετωσαν, επι·στηριζ·οντων classicalεπιστηριζεσθωσαν, επιστηριζεσθωνεπι·στηριζ·εσθωσαν, επι·στηριζ·εσθων classical

Present Imperative Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Present Infinitive Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
επιστηριζειν​επι·στηριζ·ειν​επιστηριζεσθαι​επι·στηριζ·εσθαι​

Present Infinitive Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted

Present Participle Thematic

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocεπιστηριζουσαεπιστηριζονεπι·στηριζ·ουσ·αεπι·στηριζ·ο[υ]ν[τ]
Nomεπιστηριζων[GNT]επι·στηριζ·ο[υ]ν[τ]·^
Accεπιστηριζουσανεπιστηριζονταεπι·στηριζ·ουσ·ανεπι·στηριζ·ο[υ]ντ·α
Datεπιστηριζουσῃεπιστηριζοντιεπι·στηριζ·ουσ·ῃεπι·στηριζ·ο[υ]ντ·ι
Genεπιστηριζουσηςεπιστηριζοντοςεπι·στηριζ·ουσ·ηςεπι·στηριζ·ο[υ]ντ·ος
PlVocεπιστηριζουσαιεπιστηριζοντες[GNT]επιστηριζονταεπι·στηριζ·ουσ·αιεπι·στηριζ·ο[υ]ντ·εςεπι·στηριζ·ο[υ]ντ·α
Nom
Accεπιστηριζουσαςεπιστηριζονταςεπι·στηριζ·ουσ·αςεπι·στηριζ·ο[υ]ντ·ας
Datεπιστηριζουσαιςεπιστηριζουσι, επιστηριζουσινεπι·στηριζ·ουσ·αιςεπι·στηριζ·ου[ντ]·σι(ν)
Genεπιστηριζουσωνεπιστηριζοντωνεπι·στηριζ·ουσ·ωνεπι·στηριζ·ο[υ]ντ·ων
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocεπιστηριζομενη[LXX]επιστηριζομενεεπι·στηριζ·ομεν·ηεπι·στηριζ·ομεν·ε
Nomεπιστηριζομενοςεπι·στηριζ·ομεν·ος
Accεπιστηριζομενηνεπιστηριζομενονεπι·στηριζ·ομεν·ηνεπι·στηριζ·ομεν·ον
Datεπιστηριζομενῃεπιστηριζομενῳεπι·στηριζ·ομεν·ῃεπι·στηριζ·ομεν·ῳ
Genεπιστηριζομενηςεπιστηριζομενουεπι·στηριζ·ομεν·ηςεπι·στηριζ·ομεν·ου
PlVocεπιστηριζομεναιεπιστηριζομενοιεπιστηριζομεναεπι·στηριζ·ομεν·αιεπι·στηριζ·ομεν·οιεπι·στηριζ·ομεν·α
Nom
Accεπιστηριζομεναςεπιστηριζομενουςεπι·στηριζ·ομεν·αςεπι·στηριζ·ομεν·ους
Datεπιστηριζομεναιςεπιστηριζομενοιςεπι·στηριζ·ομεν·αιςεπι·στηριζ·ομεν·οις
Genεπιστηριζομενωνεπιστηριζομενωνεπι·στηριζ·ομεν·ωνεπι·στηριζ·ομεν·ων

Present Participle Athematic

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVoc
Nom
Acc
Dat
Gen
PlVoc
Nom
Acc
Dat
Gen
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVoc
Nom
Acc
Dat
Gen
PlVoc
Nom
Acc
Dat
Gen

Imperfect Indicative Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stεπεστηριζονεπι·ε·στηριζ·ονεπεστηριζομηνεπι·ε·στηριζ·ομην
2ndεπεστηριζεςεπι·ε·στηριζ·εςεπεστηριζουεπι·ε·στηριζ·ου
3rdεπεστηριζεν, επεστηριζεεπι·ε·στηριζ·ε(ν)επεστηριζετοεπι·ε·στηριζ·ετο
Pl1stεπεστηριζομενεπι·ε·στηριζ·ομενεπεστηριζομεθαεπι·ε·στηριζ·ομεθα
2ndεπεστηριζετεεπι·ε·στηριζ·ετεεπεστηριζεσθεεπι·ε·στηριζ·εσθε
3rdεπεστηριζον, επεστηριζοσανεπι·ε·στηριζ·ον, επι·ε·στηριζ·οσαν altεπεστηριζοντοεπι·ε·στηριζ·οντο

Imperfect Indicative Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

2nd Principal Part (Future Active and Middle-Passive) [hide]

Future Indicative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stεπιστηριω[LXX], επιστηρισωεπι·στηρι(ε)·[σ]ω, επι·στηρι·σωεπιστηριουμαι, επιστηρισομαι[LXX]επι·στηρι(ε)·[σ]ομαι, επι·στηρι·σομαι
2ndεπιστηριεις, επιστηρισειςεπι·στηρι(ε)·[σ]εις, επι·στηρι·σειςεπιστηριῃ, επιστηριει, επιστηριεισαι, επιστηρισῃ, επιστηρισει, επιστηρισεσαιεπι·στηρι(ε)·[σ]ῃ, επι·στηρι(ε)·[σ]ει classical, επι·στηρι(ε)·[σ]εσαι alt, επι·στηρι·σῃ, επι·στηρι·σει classical, επι·στηρι·σεσαι alt
3rdεπιστηριει, επιστηρισειεπι·στηρι(ε)·[σ]ει, επι·στηρι·σειεπιστηριειται, επιστηρισεταιεπι·στηρι(ε)·[σ]εται, επι·στηρι·σεται
Pl1stεπιστηριουμεν, επιστηρισομενεπι·στηρι(ε)·[σ]ομεν, επι·στηρι·σομενεπιστηριουμεθα, επιστηρισομεθαεπι·στηρι(ε)·[σ]ομεθα, επι·στηρι·σομεθα
2ndεπιστηριειτε, επιστηρισετεεπι·στηρι(ε)·[σ]ετε, επι·στηρι·σετεεπιστηριεισθε, επιστηρισεσθεεπι·στηρι(ε)·[σ]εσθε, επι·στηρι·σεσθε
3rdεπιστηριουσιν, επιστηριουσι, επιστηρισουσιν, επιστηρισουσιεπι·στηρι(ε)·[σ]ουσι(ν), επι·στηρι·σουσι(ν)επιστηριουνται, επιστηρισονταιεπι·στηρι(ε)·[σ]ονται, επι·στηρι·σονται

Future Optative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stεπιστηριοιμι, επιστηρισοιμιεπι·στηρι(ε)·[σ]οιμι, επι·στηρι·σοιμιεπιστηριοιμην, επιστηρισοιμηνεπι·στηρι(ε)·[σ]οιμην, επι·στηρι·σοιμην
2ndεπιστηριοις, επιστηρισοιςεπι·στηρι(ε)·[σ]οις, επι·στηρι·σοιςεπιστηριοιο, επιστηρισοιοεπι·στηρι(ε)·[σ]οιο, επι·στηρι·σοιο
3rdεπιστηριοι, επιστηρισοιεπι·στηρι(ε)·[σ]οι, επι·στηρι·σοιεπιστηριοιτο, επιστηρισοιτοεπι·στηρι(ε)·[σ]οιτο, επι·στηρι·σοιτο
Pl1stεπιστηριοιμεν, επιστηρισοιμενεπι·στηρι(ε)·[σ]οιμεν, επι·στηρι·σοιμενεπιστηριοιμεθα, επιστηρισοιμεθαεπι·στηρι(ε)·[σ]οιμεθα, επι·στηρι·σοιμεθα
2ndεπιστηριοιτε, επιστηρισοιτεεπι·στηρι(ε)·[σ]οιτε, επι·στηρι·σοιτεεπιστηριοισθε, επιστηρισοισθεεπι·στηρι(ε)·[σ]οισθε, επι·στηρι·σοισθε
3rdεπιστηριοιεν, επιστηρισοιενεπι·στηρι(ε)·[σ]οιεν, επι·στηρι·σοιενεπιστηριοιντο, επιστηρισοιντοεπι·στηρι(ε)·[σ]οιντο, επι·στηρι·σοιντο

Future Infinitive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
επιστηριειν, επιστηρισειν​επι·στηρι(ε)·[σ]ειν, επι·στηρι·σειν​επιστηριεισθαι, επιστηρισεσθαι​επι·στηρι(ε)·[σ]εσθαι, επι·στηρι·σεσθαι​

Future Participle

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocεπιστηριουσα, επιστηρισουσαεπιστηριουν, επιστηρισονεπι·στηρι(ε)·[σ]ουσ·α, επι·στηρι·σουσ·αεπι·στηρι(ε)·[σ]ο[υ]ν[τ], επι·στηρι·σο[υ]ν[τ]
Nomεπιστηριων, επιστηρισωνεπι·στηρι(ε)·[σ]ο[υ]ν[τ]·^, επι·στηρι·σο[υ]ν[τ]·^
Accεπιστηριουσαν, επιστηρισουσανεπιστηριουντα, επιστηρισονταεπι·στηρι(ε)·[σ]ουσ·αν, επι·στηρι·σουσ·ανεπι·στηρι(ε)·[σ]ο[υ]ντ·α, επι·στηρι·σο[υ]ντ·α
Datεπιστηριουσῃ, επιστηρισουσῃεπιστηριουντι, επιστηρισοντιεπι·στηρι(ε)·[σ]ουσ·ῃ, επι·στηρι·σουσ·ῃεπι·στηρι(ε)·[σ]ο[υ]ντ·ι, επι·στηρι·σο[υ]ντ·ι
Genεπιστηριουσης, επιστηρισουσηςεπιστηριουντος, επιστηρισοντοςεπι·στηρι(ε)·[σ]ουσ·ης, επι·στηρι·σουσ·ηςεπι·στηρι(ε)·[σ]ο[υ]ντ·ος, επι·στηρι·σο[υ]ντ·ος
PlVocεπιστηριουσαι, επιστηρισουσαιεπιστηριουντες, επιστηρισοντεςεπιστηριουντα, επιστηρισονταεπι·στηρι(ε)·[σ]ουσ·αι, επι·στηρι·σουσ·αιεπι·στηρι(ε)·[σ]ο[υ]ντ·ες, επι·στηρι·σο[υ]ντ·εςεπι·στηρι(ε)·[σ]ο[υ]ντ·α, επι·στηρι·σο[υ]ντ·α
Nom
Accεπιστηριουσας, επιστηρισουσαςεπιστηριουντας, επιστηρισονταςεπι·στηρι(ε)·[σ]ουσ·ας, επι·στηρι·σουσ·αςεπι·στηρι(ε)·[σ]ο[υ]ντ·ας, επι·στηρι·σο[υ]ντ·ας
Datεπιστηριουσαις, επιστηρισουσαιςεπιστηριουσι, επιστηριουσιν, επιστηρισουσι, επιστηρισουσινεπι·στηρι(ε)·[σ]ουσ·αις, επι·στηρι·σουσ·αιςεπι·στηρι(ε)·[σ]ου[ντ]·σι(ν), επι·στηρι·σου[ντ]·σι(ν)
Genεπιστηριουσων, επιστηρισουσωνεπιστηριουντων, επιστηρισοντωνεπι·στηρι(ε)·[σ]ουσ·ων, επι·στηρι·σουσ·ωνεπι·στηρι(ε)·[σ]ο[υ]ντ·ων, επι·στηρι·σο[υ]ντ·ων
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocεπιστηριουμενη, επιστηρισομενηεπιστηριουμενε, επιστηρισομενεεπι·στηρι(ε)·[σ]ομεν·η, επι·στηρι·σομεν·ηεπι·στηρι(ε)·[σ]ομεν·ε, επι·στηρι·σομεν·ε
Nomεπιστηριουμενος, επιστηρισομενοςεπι·στηρι(ε)·[σ]ομεν·ος, επι·στηρι·σομεν·ος
Accεπιστηριουμενην, επιστηρισομενηνεπιστηριουμενον, επιστηρισομενονεπι·στηρι(ε)·[σ]ομεν·ην, επι·στηρι·σομεν·ηνεπι·στηρι(ε)·[σ]ομεν·ον, επι·στηρι·σομεν·ον
Datεπιστηριουμενῃ, επιστηρισομενῃεπιστηριουμενῳ, επιστηρισομενῳεπι·στηρι(ε)·[σ]ομεν·ῃ, επι·στηρι·σομεν·ῃεπι·στηρι(ε)·[σ]ομεν·ῳ, επι·στηρι·σομεν·ῳ
Genεπιστηριουμενης, επιστηρισομενηςεπιστηριουμενου, επιστηρισομενουεπι·στηρι(ε)·[σ]ομεν·ης, επι·στηρι·σομεν·ηςεπι·στηρι(ε)·[σ]ομεν·ου, επι·στηρι·σομεν·ου
PlVocεπιστηριουμεναι, επιστηρισομεναιεπιστηριουμενοι, επιστηρισομενοιεπιστηριουμενα, επιστηρισομεναεπι·στηρι(ε)·[σ]ομεν·αι, επι·στηρι·σομεν·αιεπι·στηρι(ε)·[σ]ομεν·οι, επι·στηρι·σομεν·οιεπι·στηρι(ε)·[σ]ομεν·α, επι·στηρι·σομεν·α
Nom
Accεπιστηριουμενας, επιστηρισομεναςεπιστηριουμενους, επιστηρισομενουςεπι·στηρι(ε)·[σ]ομεν·ας, επι·στηρι·σομεν·αςεπι·στηρι(ε)·[σ]ομεν·ους, επι·στηρι·σομεν·ους
Datεπιστηριουμεναις, επιστηρισομεναιςεπιστηριουμενοις, επιστηρισομενοιςεπι·στηρι(ε)·[σ]ομεν·αις, επι·στηρι·σομεν·αιςεπι·στηρι(ε)·[σ]ομεν·οις, επι·στηρι·σομεν·οις
Genεπιστηριουμενων, επιστηρισομενωνεπιστηριουμενων, επιστηρισομενωνεπι·στηρι(ε)·[σ]ομεν·ων, επι·στηρι·σομεν·ωνεπι·στηρι(ε)·[σ]ομεν·ων, επι·στηρι·σομεν·ων

3rd(a) Principal Part (1st Aorist Active and Middle-Passive) [hide]

1st Aorist Indicative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stεπεστηρισα, επεστηριξαεπι·ε·στηρι·σα, επι·ε·στηριγ·σαεπεστηρισαμην, επεστηριξαμηνεπι·ε·στηρι·σαμην, επι·ε·στηριγ·σαμην
2ndεπεστηρισας[LXX], επεστηριξαςεπι·ε·στηρι·σας, επι·ε·στηριγ·σαςεπεστηρισω, επεστηριξωεπι·ε·στηρι·σω, επι·ε·στηριγ·σω
3rdεπεστηρισεν, επεστηρισε, επεστηριξεν, επεστηριξεεπι·ε·στηρι·σε(ν), επι·ε·στηριγ·σε(ν)επεστηρισατο[LXX], επεστηριξατοεπι·ε·στηρι·σατο, επι·ε·στηριγ·σατο
Pl1stεπεστηρισαμεν, επεστηριξαμενεπι·ε·στηρι·σαμεν, επι·ε·στηριγ·σαμενεπεστηρισαμεθα, επεστηριξαμεθαεπι·ε·στηρι·σαμεθα, επι·ε·στηριγ·σαμεθα
2ndεπεστηρισατε, επεστηριξατεεπι·ε·στηρι·σατε, επι·ε·στηριγ·σατεεπεστηρισασθε, επεστηριξασθεεπι·ε·στηρι·σασθε, επι·ε·στηριγ·σασθε
3rdεπεστηρισαν, επεστηριξαν[GNT]επι·ε·στηρι·σαν, επι·ε·στηριγ·σανεπεστηρισαντο, επεστηριξαντοεπι·ε·στηρι·σαντο, επι·ε·στηριγ·σαντο

1st Aorist Subjunctive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stεπιστηρισω, επιστηριξωεπι·στηρι·σω, επι·στηριγ·σωεπιστηρισωμαι, επιστηριξωμαιεπι·στηρι·σωμαι, επι·στηριγ·σωμαι
2ndεπιστηρισῃς, επιστηριξῃςεπι·στηρι·σῃς, επι·στηριγ·σῃςεπιστηρισῃ, επιστηριξῃεπι·στηρι·σῃ, επι·στηριγ·σῃ
3rdεπιστηρισῃ, επιστηριξῃεπι·στηρι·σῃ, επι·στηριγ·σῃεπιστηρισηται, επιστηριξηταιεπι·στηρι·σηται, επι·στηριγ·σηται
Pl1stεπιστηρισωμεν, επιστηριξωμενεπι·στηρι·σωμεν, επι·στηριγ·σωμενεπιστηρισωμεθα, επιστηριξωμεθαεπι·στηρι·σωμεθα, επι·στηριγ·σωμεθα
2ndεπιστηρισητε, επιστηριξητεεπι·στηρι·σητε, επι·στηριγ·σητεεπιστηρισησθε, επιστηριξησθεεπι·στηρι·σησθε, επι·στηριγ·σησθε
3rdεπιστηρισωσιν, επιστηρισωσι, επιστηριξωσιν, επιστηριξωσιεπι·στηρι·σωσι(ν), επι·στηριγ·σωσι(ν)επιστηρισωνται, επιστηριξωνταιεπι·στηρι·σωνται, επι·στηριγ·σωνται

1st Aorist Optative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stεπιστηρισαιμι, επιστηριξαιμιεπι·στηρι·σαιμι, επι·στηριγ·σαιμιεπιστηρισαιμην, επιστηριξαιμηνεπι·στηρι·σαιμην, επι·στηριγ·σαιμην
2ndεπιστηρισαις, επιστηρισειας, επιστηριξαις, επιστηριξειαςεπι·στηρι·σαις, επι·στηρι·σειας classical, επι·στηριγ·σαις, επι·στηριγ·σειας classicalεπιστηρισαιο, επιστηριξαιοεπι·στηρι·σαιο, επι·στηριγ·σαιο
3rdεπιστηρισαι, επιστηρισειε, επιστηριξαι, επιστηριξειεεπι·στηρι·σαι, επι·στηρι·σειε classical, επι·στηριγ·σαι, επι·στηριγ·σειε classicalεπιστηρισαιτο, επιστηριξαιτοεπι·στηρι·σαιτο, επι·στηριγ·σαιτο
Pl1stεπιστηρισαιμεν, επιστηριξαιμενεπι·στηρι·σαιμεν, επι·στηριγ·σαιμενεπιστηρισαιμεθα, επιστηριξαιμεθαεπι·στηρι·σαιμεθα, επι·στηριγ·σαιμεθα
2ndεπιστηρισαιτε, επιστηριξαιτεεπι·στηρι·σαιτε, επι·στηριγ·σαιτεεπιστηρισαισθε, επιστηριξαισθεεπι·στηρι·σαισθε, επι·στηριγ·σαισθε
3rdεπιστηρισαιεν, επιστηρισαισαν, επιστηρισειαν, επιστηρισειεν, επιστηριξαιεν, επιστηριξαισαν, επιστηριξειαν, επιστηριξειενεπι·στηρι·σαιεν, επι·στηρι·σαισαν alt, επι·στηρι·σειαν classical, επι·στηρι·σειεν classical, επι·στηριγ·σαιεν, επι·στηριγ·σαισαν alt, επι·στηριγ·σειαν classical, επι·στηριγ·σειεν classicalεπιστηρισαιντο, επιστηριξαιντοεπι·στηρι·σαιντο, επι·στηριγ·σαιντο

1st Aorist Imperative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2ndεπιστηρισον, επιστηριξονεπι·στηρι·σον, επι·στηριγ·σονεπιστηρισαι, επιστηριξαιεπι·στηρι·σαι, επι·στηριγ·σαι
3rdεπιστηρισατω, επιστηριξατωεπι·στηρι·σατω, επι·στηριγ·σατωεπιστηρισασθω, επιστηριξασθωεπι·στηρι·σασθω, επι·στηριγ·σασθω
Pl1st
2ndεπιστηρισατε, επιστηριξατεεπι·στηρι·σατε, επι·στηριγ·σατεεπιστηρισασθε, επιστηριξασθεεπι·στηρι·σασθε, επι·στηριγ·σασθε
3rdεπιστηρισατωσαν, επιστηρισαντων, επιστηριξατωσαν, επιστηριξαντωνεπι·στηρι·σατωσαν, επι·στηρι·σαντων classical, επι·στηριγ·σατωσαν, επι·στηριγ·σαντων classicalεπιστηρισασθωσαν, επιστηρισασθων, επιστηριξασθωσαν, επιστηριξασθωνεπι·στηρι·σασθωσαν, επι·στηρι·σασθων classical, επι·στηριγ·σασθωσαν, επι·στηριγ·σασθων classical

1st Aorist Infinitive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
επιστηρισαι, επιστηριξαι​επι·στηρι·σαι, επι·στηριγ·σαι​επιστηρισασθαι, επιστηριξασθαι​επι·στηρι·σασθαι, επι·στηριγ·σασθαι​

1st Aorist Participle

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocεπιστηρισασα, επιστηριξασαεπιστηρισας, επιστηριξαςεπιστηρισαν, επιστηριξανεπι·στηρι·σασ·α, επι·στηριγ·σασ·αεπι·στηρι·σα[ντ]·ς, επι·στηριγ·σα[ντ]·ςεπι·στηρι·σαν[τ], επι·στηριγ·σαν[τ]
Nom
Accεπιστηρισασαν, επιστηριξασανεπιστηρισαντα, επιστηριξανταεπι·στηρι·σασ·αν, επι·στηριγ·σασ·ανεπι·στηρι·σαντ·α, επι·στηριγ·σαντ·α
Datεπιστηρισασῃ, επιστηριξασῃεπιστηρισαντι, επιστηριξαντιεπι·στηρι·σασ·ῃ, επι·στηριγ·σασ·ῃεπι·στηρι·σαντ·ι, επι·στηριγ·σαντ·ι
Genεπιστηρισασης, επιστηριξασηςεπιστηρισαντος, επιστηριξαντοςεπι·στηρι·σασ·ης, επι·στηριγ·σασ·ηςεπι·στηρι·σαντ·ος, επι·στηριγ·σαντ·ος
PlVocεπιστηρισασαι, επιστηριξασαιεπιστηρισαντες, επιστηριξαντεςεπιστηρισαντα, επιστηριξανταεπι·στηρι·σασ·αι, επι·στηριγ·σασ·αιεπι·στηρι·σαντ·ες, επι·στηριγ·σαντ·εςεπι·στηρι·σαντ·α, επι·στηριγ·σαντ·α
Nom
Accεπιστηρισασας, επιστηριξασαςεπιστηρισαντας, επιστηριξανταςεπι·στηρι·σασ·ας, επι·στηριγ·σασ·αςεπι·στηρι·σαντ·ας, επι·στηριγ·σαντ·ας
Datεπιστηρισασαις, επιστηριξασαιςεπιστηρισασι, επιστηρισασιν, επιστηριξασι, επιστηριξασινεπι·στηρι·σασ·αις, επι·στηριγ·σασ·αιςεπι·στηρι·σα[ντ]·σι(ν), επι·στηριγ·σα[ντ]·σι(ν)
Genεπιστηρισασων, επιστηριξασωνεπιστηρισαντων, επιστηριξαντωνεπι·στηρι·σασ·ων, επι·στηριγ·σασ·ωνεπι·στηρι·σαντ·ων, επι·στηριγ·σαντ·ων
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocεπιστηρισαμενη, επιστηριξαμενηεπιστηρισαμενε, επιστηριξαμενεεπι·στηρι·σαμεν·η, επι·στηριγ·σαμεν·ηεπι·στηρι·σαμεν·ε, επι·στηριγ·σαμεν·ε
Nomεπιστηρισαμενος, επιστηριξαμενοςεπι·στηρι·σαμεν·ος, επι·στηριγ·σαμεν·ος
Accεπιστηρισαμενην, επιστηριξαμενηνεπιστηρισαμενον, επιστηριξαμενονεπι·στηρι·σαμεν·ην, επι·στηριγ·σαμεν·ηνεπι·στηρι·σαμεν·ον, επι·στηριγ·σαμεν·ον
Datεπιστηρισαμενῃ, επιστηριξαμενῃεπιστηρισαμενῳ, επιστηριξαμενῳεπι·στηρι·σαμεν·ῃ, επι·στηριγ·σαμεν·ῃεπι·στηρι·σαμεν·ῳ, επι·στηριγ·σαμεν·ῳ
Genεπιστηρισαμενης, επιστηριξαμενηςεπιστηρισαμενου, επιστηριξαμενουεπι·στηρι·σαμεν·ης, επι·στηριγ·σαμεν·ηςεπι·στηρι·σαμεν·ου, επι·στηριγ·σαμεν·ου
PlVocεπιστηρισαμεναι, επιστηριξαμεναιεπιστηρισαμενοι, επιστηριξαμενοιεπιστηρισαμενα, επιστηριξαμεναεπι·στηρι·σαμεν·αι, επι·στηριγ·σαμεν·αιεπι·στηρι·σαμεν·οι, επι·στηριγ·σαμεν·οιεπι·στηρι·σαμεν·α, επι·στηριγ·σαμεν·α
Nom
Accεπιστηρισαμενας, επιστηριξαμεναςεπιστηρισαμενους, επιστηριξαμενουςεπι·στηρι·σαμεν·ας, επι·στηριγ·σαμεν·αςεπι·στηρι·σαμεν·ους, επι·στηριγ·σαμεν·ους
Datεπιστηρισαμεναις, επιστηριξαμεναιςεπιστηρισαμενοις, επιστηριξαμενοιςεπι·στηρι·σαμεν·αις, επι·στηριγ·σαμεν·αιςεπι·στηρι·σαμεν·οις, επι·στηριγ·σαμεν·οις
Genεπιστηρισαμενων, επιστηριξαμενωνεπιστηρισαμενων, επιστηριξαμενωνεπι·στηρι·σαμεν·ων, επι·στηριγ·σαμεν·ωνεπι·στηρι·σαμεν·ων, επι·στηριγ·σαμεν·ων

4th and 5th Principal Parts (Perfect and Pluperfect) [hide]

Perfect Indicative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stεπεστηρισμαι, επεστηριγμαιεπ·εστηρισ·μαι, επ·εστηριγ·μαι
2ndεπεστηρισαι, επεστηριξαιεπ·εστηρισ·[σ]αι, επ·εστηριγ·σαι
3rdεπεστηρισται[LXX], επεστηρικται[LXX]επ·εστηρισ·ται, επ·εστηριγ·ται
Pl1stεπεστηρισμεθα, επεστηριγμεθαεπ·εστηρισ·μεθα, επ·εστηριγ·μεθα
2ndεπεστηρισθε, επεστηριχθεεπ·εστηρισ·[σ]θε, επ·εστηριγ·σθε
3rdεπεστηριδαται, επεστηριχαταιεπ·εστηρισ·νται, επ·εστηριγ·νται

Future Perfect Indicative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stεπεστηρισομαι, επεστηριξομαιεπ·εστηρισ·[σ]ομαι, επ·εστηριγ·σομαι
2ndεπεστηρισῃ, επεστηρισει, επεστηριξῃ, επεστηριξειεπ·εστηρισ·[σ]ῃ, επ·εστηρισ·[σ]ει classical, επ·εστηριγ·σῃ, επ·εστηριγ·σει classical
3rdεπεστηρισεται, επεστηριξεταιεπ·εστηρισ·[σ]εται, επ·εστηριγ·σεται
Pl1stεπεστηρισομεθα, επεστηριξομεθαεπ·εστηρισ·[σ]ομεθα, επ·εστηριγ·σομεθα
2ndεπεστηρισεσθε, επεστηριξεσθεεπ·εστηρισ·[σ]εσθε, επ·εστηριγ·σεσθε
3rdεπεστηρισονται, επεστηριξονταιεπ·εστηρισ·[σ]ονται, επ·εστηριγ·σονται

Perfect Subjunctive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Perfect Optative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Future Perfect Optative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stεπεστηρισοιμην, επεστηριξοιμηνεπ·εστηρισ·[σ]οιμην, επ·εστηριγ·σοιμην
2ndεπεστηρισοιο, επεστηριξοιοεπ·εστηρισ·[σ]οιο, επ·εστηριγ·σοιο
3rdεπεστηρισοιτο, επεστηριξοιτοεπ·εστηρισ·[σ]οιτο, επ·εστηριγ·σοιτο
Pl1stεπεστηρισοιμεθα, επεστηριξοιμεθαεπ·εστηρισ·[σ]οιμεθα, επ·εστηριγ·σοιμεθα
2ndεπεστηρισοισθε, επεστηριξοισθεεπ·εστηρισ·[σ]οισθε, επ·εστηριγ·σοισθε
3rdεπεστηρισοιντο, επεστηριξοιντοεπ·εστηρισ·[σ]οιντο, επ·εστηριγ·σοιντο

Perfect Imperative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2ndεπεστηρισο, επεστηριξοεπ·εστηρισ·[σ]ο, επ·εστηριγ·σο
3rdεπεστηρισθω, επεστηριχθωεπ·εστηρισ·[σ]θω, επ·εστηριγ·σθω
Pl1st
2ndεπεστηρισθε, επεστηριχθεεπ·εστηρισ·[σ]θε, επ·εστηριγ·σθε
3rdεπεστηρισθωσαν, επεστηρισθων, επεστηριχθωσαν, επεστηριχθωνεπ·εστηρισ·[σ]θωσαν, επ·εστηρισ·[σ]θων classical, επ·εστηριγ·σθωσαν, επ·εστηριγ·σθων classical

Perfect Infinitive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
επεστηρισθαι, επεστηριχθαι​επ·εστηρισ·[σ]θαι, επ·εστηριγ·σθαι​

Future Perfect Infinitive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
επεστηρισεσθαι, επεστηριξεσθαι​επ·εστηρισ·[σ]εσθαι, επ·εστηριγ·σεσθαι​

Perfect Participle

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVoc
Nom
Acc
Dat
Gen
PlVoc
Nom
Acc
Dat
Gen
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocεπεστηρισμενη, επεστηριγμενηεπεστηρισμενε, επεστηριγμενεεπ·εστηρισ·μεν·η, επ·εστηριγ·μεν·ηεπ·εστηρισ·μεν·ε, επ·εστηριγ·μεν·ε
Nomεπεστηρισμενος, επεστηριγμενοςεπ·εστηρισ·μεν·ος, επ·εστηριγ·μεν·ος
Accεπεστηρισμενην, επεστηριγμενηνεπεστηρισμενον, επεστηριγμενονεπ·εστηρισ·μεν·ην, επ·εστηριγ·μεν·ηνεπ·εστηρισ·μεν·ον, επ·εστηριγ·μεν·ον
Datεπεστηρισμενῃ, επεστηριγμενῃεπεστηρισμενῳ, επεστηριγμενῳεπ·εστηρισ·μεν·ῃ, επ·εστηριγ·μεν·ῃεπ·εστηρισ·μεν·ῳ, επ·εστηριγ·μεν·ῳ
Genεπεστηρισμενης, επεστηριγμενηςεπεστηρισμενου, επεστηριγμενουεπ·εστηρισ·μεν·ης, επ·εστηριγ·μεν·ηςεπ·εστηρισ·μεν·ου, επ·εστηριγ·μεν·ου
PlVocεπεστηρισμεναι, επεστηριγμεναιεπεστηρισμενοι, επεστηριγμενοιεπεστηρισμενα, επεστηριγμεναεπ·εστηρισ·μεν·αι, επ·εστηριγ·μεν·αιεπ·εστηρισ·μεν·οι, επ·εστηριγ·μεν·οιεπ·εστηρισ·μεν·α, επ·εστηριγ·μεν·α
Nom
Accεπεστηρισμενας, επεστηριγμεναςεπεστηρισμενους, επεστηριγμενουςεπ·εστηρισ·μεν·ας, επ·εστηριγ·μεν·αςεπ·εστηρισ·μεν·ους, επ·εστηριγ·μεν·ους
Datεπεστηρισμεναις, επεστηριγμεναιςεπεστηρισμενοις, επεστηριγμενοιςεπ·εστηρισ·μεν·αις, επ·εστηριγ·μεν·αιςεπ·εστηρισ·μεν·οις, επ·εστηριγ·μεν·οις
Genεπεστηρισμενων, επεστηριγμενωνεπεστηρισμενων, επεστηριγμενωνεπ·εστηρισ·μεν·ων, επ·εστηριγ·μεν·ωνεπ·εστηρισ·μεν·ων, επ·εστηριγ·μεν·ων

Pluperfect Indicative Augmented

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stεπεστηρισμην, επεστηριγμηνεπ·ε·εστηρισ·μην, επ·ε·εστηριγ·μην
2ndεπεστηρισο, επεστηριξοεπ·ε·εστηρισ·[σ]ο, επ·ε·εστηριγ·σο
3rdεπεστηριστο, επεστηρικτο[LXX]επ·ε·εστηρισ·το, επ·ε·εστηριγ·το
Pl1stεπεστηρισμεθα, επεστηριγμεθαεπ·ε·εστηρισ·μεθα, επ·ε·εστηριγ·μεθα
2ndεπεστηρισθε, επεστηριχθεεπ·ε·εστηρισ·[σ]θε, επ·ε·εστηριγ·σθε
3rdεπεστηριδατο, επεστηριχατοεπ·ε·εστηρισ·ντο, επ·ε·εστηριγ·ντο

Pluperfect Indicative Unaugmented

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

6th Principal Part (θη-Aorist and θη-Future) [hide]

θη-Aorist Indicative [show][hide]

θη-Aorist
InflectionUncontracted
Sg1stεπεστηρισθην, επεστηριχθην[LXX]επι·ε·στηρισ·θην, επι·ε·στηριγ·θην
2ndεπεστηρισθης, επεστηριχθηςεπι·ε·στηρισ·θης, επι·ε·στηριγ·θης
3rdεπεστηρισθη, επεστηριχθη[LXX]επι·ε·στηρισ·θη, επι·ε·στηριγ·θη
Pl1stεπεστηρισθημεν, επεστηριχθημενεπι·ε·στηρισ·θημεν, επι·ε·στηριγ·θημεν
2ndεπεστηρισθητε, επεστηριχθητεεπι·ε·στηρισ·θητε, επι·ε·στηριγ·θητε
3rdεπεστηρισθησαν, επεστηριχθησανεπι·ε·στηρισ·θησαν, επι·ε·στηριγ·θησαν

θη-Future Indicative [show][hide]

θη-Future
InflectionUncontracted
Sg1stεπιστηρισθησομαι, επιστηριχθησομαι[LXX]επι·στηρισ·θησομαι, επι·στηριγ·θησομαι
2ndεπιστηρισθησῃ, επιστηρισθησει, επιστηριχθησῃ, επιστηριχθησειεπι·στηρισ·θησῃ, επι·στηρισ·θησει classical, επι·στηριγ·θησῃ, επι·στηριγ·θησει classical
3rdεπιστηρισθησεται, επιστηριχθησεταιεπι·στηρισ·θησεται, επι·στηριγ·θησεται
Pl1stεπιστηρισθησομεθα, επιστηριχθησομεθαεπι·στηρισ·θησομεθα, επι·στηριγ·θησομεθα
2ndεπιστηρισθησεσθε, επιστηριχθησεσθεεπι·στηρισ·θησεσθε, επι·στηριγ·θησεσθε
3rdεπιστηρισθησονται, επιστηριχθησονταιεπι·στηρισ·θησονται, επι·στηριγ·θησονται

θη-Aorist Subjunctive [show][hide]

θη-Aorist
InflectionUncontracted
Sg1stεπιστηρισθω, επιστηριχθωεπι·στηρισ·θω, επι·στηριγ·θω
2ndεπιστηρισθῃς, επιστηριχθῃςεπι·στηρισ·θῃς, επι·στηριγ·θῃς
3rdεπιστηρισθῃ[LXX], επιστηριχθῃεπι·στηρισ·θῃ, επι·στηριγ·θῃ
Pl1stεπιστηρισθωμεν, επιστηριχθωμενεπι·στηρισ·θωμεν, επι·στηριγ·θωμεν
2ndεπιστηρισθητε, επιστηριχθητεεπι·στηρισ·θητε, επι·στηριγ·θητε
3rdεπιστηρισθωσιν, επιστηρισθωσι, επιστηριχθωσιν, επιστηριχθωσιεπι·στηρισ·θωσι(ν), επι·στηριγ·θωσι(ν)

θη-Aorist Optative [show][hide]

θη-Aorist
InflectionUncontracted
Sg1stεπιστηρισθειην, επιστηριχθειηνεπι·στηρισ·θειην, επι·στηριγ·θειην
2ndεπιστηρισθειης, επιστηριχθειηςεπι·στηρισ·θειης, επι·στηριγ·θειης
3rdεπιστηρισθειη, επιστηριχθειηεπι·στηρισ·θειη, επι·στηριγ·θειη
Pl1stεπιστηρισθειημεν, επιστηρισθειμεν, επιστηριχθειημεν, επιστηριχθειμενεπι·στηρισ·θειημεν, επι·στηρισ·θειμεν classical, επι·στηριγ·θειημεν, επι·στηριγ·θειμεν classical
2ndεπιστηρισθειητε, επιστηρισθειτε, επιστηριχθειητε, επιστηριχθειτεεπι·στηρισ·θειητε, επι·στηρισ·θειτε classical, επι·στηριγ·θειητε, επι·στηριγ·θειτε classical
3rdεπιστηρισθειησαν, επιστηρισθειεν, επιστηριχθειησαν, επιστηριχθειενεπι·στηρισ·θειησαν, επι·στηρισ·θειεν classical, επι·στηριγ·θειησαν, επι·στηριγ·θειεν classical

θη-Future Optative [show][hide]

θη-Future
InflectionUncontracted
Sg1stεπιστηρισθησοιμην, επιστηριχθησοιμηνεπι·στηρισ·θησοιμην, επι·στηριγ·θησοιμην
2ndεπιστηρισθησοιο, επιστηριχθησοιοεπι·στηρισ·θησοιο, επι·στηριγ·θησοιο
3rdεπιστηρισθησοιτο, επιστηριχθησοιτοεπι·στηρισ·θησοιτο, επι·στηριγ·θησοιτο
Pl1stεπιστηρισθησοιμεθα, επιστηριχθησοιμεθαεπι·στηρισ·θησοιμεθα, επι·στηριγ·θησοιμεθα
2ndεπιστηρισθησοισθε, επιστηριχθησοισθεεπι·στηρισ·θησοισθε, επι·στηριγ·θησοισθε
3rdεπιστηρισθησοιντο, επιστηριχθησοιντοεπι·στηρισ·θησοιντο, επι·στηριγ·θησοιντο

θη-Aorist Imperative [show][hide]

θη-Aorist
InflectionUncontracted
Sg1st
2ndεπιστηρισθητι, επιστηριχθητιεπι·στηρισ·θητι, επι·στηριγ·θητι
3rdεπιστηρισθητω, επιστηριχθητωεπι·στηρισ·θητω, επι·στηριγ·θητω
Pl1st
2ndεπιστηρισθητε, επιστηριχθητεεπι·στηρισ·θητε, επι·στηριγ·θητε
3rdεπιστηρισθητωσαν, επιστηρισθεντων, επιστηριχθητωσαν, επιστηριχθεντωνεπι·στηρισ·θητωσαν, επι·στηρισ·θεντων classical, επι·στηριγ·θητωσαν, επι·στηριγ·θεντων classical

θη-Aorist Infinitive [show][hide]

θη-Aorist
InflectionUncontracted
επιστηρισθηναι, επιστηριχθηναι​επι·στηρισ·θηναι, επι·στηριγ·θηναι​

θη-Future Infinitive [show][hide]

θη-Future
InflectionUncontracted
επιστηρισθησεσθαι, επιστηριχθησεσθαι​επι·στηρισ·θησεσθαι, επι·στηριγ·θησεσθαι​

θη-Aorist Participle [show][hide]

θη-Aorist
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocεπιστηρισθεισα, επιστηριχθεισαεπιστηρισθεις, επιστηριχθειςεπιστηρισθεν, επιστηριχθενεπι·στηρισ·θεισ·α, επι·στηριγ·θεισ·αεπι·στηρισ·θει[ντ]·ς, επι·στηριγ·θει[ντ]·ςεπι·στηρισ·θε[ι]ν[τ], επι·στηριγ·θε[ι]ν[τ]
Nom
Accεπιστηρισθεισαν, επιστηριχθεισανεπιστηρισθεντα, επιστηριχθενταεπι·στηρισ·θεισ·αν, επι·στηριγ·θεισ·ανεπι·στηρισ·θε[ι]ντ·α, επι·στηριγ·θε[ι]ντ·α
Datεπιστηρισθεισῃ, επιστηριχθεισῃεπιστηρισθεντι, επιστηριχθεντιεπι·στηρισ·θεισ·ῃ, επι·στηριγ·θεισ·ῃεπι·στηρισ·θε[ι]ντ·ι, επι·στηριγ·θε[ι]ντ·ι
Genεπιστηρισθεισης, επιστηριχθεισηςεπιστηρισθεντος, επιστηριχθεντοςεπι·στηρισ·θεισ·ης, επι·στηριγ·θεισ·ηςεπι·στηρισ·θε[ι]ντ·ος, επι·στηριγ·θε[ι]ντ·ος
PlVocεπιστηρισθεισαι, επιστηριχθεισαιεπιστηρισθεντες, επιστηριχθεντεςεπιστηρισθεντα, επιστηριχθενταεπι·στηρισ·θεισ·αι, επι·στηριγ·θεισ·αιεπι·στηρισ·θε[ι]ντ·ες, επι·στηριγ·θε[ι]ντ·εςεπι·στηρισ·θε[ι]ντ·α, επι·στηριγ·θε[ι]ντ·α
Nom
Accεπιστηρισθεισας, επιστηριχθεισαςεπιστηρισθεντας, επιστηριχθενταςεπι·στηρισ·θεισ·ας, επι·στηριγ·θεισ·αςεπι·στηρισ·θε[ι]ντ·ας, επι·στηριγ·θε[ι]ντ·ας
Datεπιστηρισθεισαις, επιστηριχθεισαιςεπιστηρισθεισι, επιστηρισθεισιν, επιστηριχθεισι, επιστηριχθεισινεπι·στηρισ·θεισ·αις, επι·στηριγ·θεισ·αιςεπι·στηρισ·θει[ντ]·σι(ν), επι·στηριγ·θει[ντ]·σι(ν)
Genεπιστηρισθεισων, επιστηριχθεισωνεπιστηρισθεντων, επιστηριχθεντωνεπι·στηρισ·θεισ·ων, επι·στηριγ·θεισ·ωνεπι·στηρισ·θε[ι]ντ·ων, επι·στηριγ·θε[ι]ντ·ων

θη-Future Participle [show][hide]

θη-Future
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocεπιστηρισθησομενη, επιστηριχθησομενηεπιστηρισθησομενε, επιστηριχθησομενεεπι·στηρισ·θησομεν·η, επι·στηριγ·θησομεν·ηεπι·στηρισ·θησομεν·ε, επι·στηριγ·θησομεν·ε
Nomεπιστηρισθησομενος, επιστηριχθησομενοςεπι·στηρισ·θησομεν·ος, επι·στηριγ·θησομεν·ος
Accεπιστηρισθησομενην, επιστηριχθησομενηνεπιστηρισθησομενον, επιστηριχθησομενονεπι·στηρισ·θησομεν·ην, επι·στηριγ·θησομεν·ηνεπι·στηρισ·θησομεν·ον, επι·στηριγ·θησομεν·ον
Datεπιστηρισθησομενῃ, επιστηριχθησομενῃεπιστηρισθησομενῳ, επιστηριχθησομενῳεπι·στηρισ·θησομεν·ῃ, επι·στηριγ·θησομεν·ῃεπι·στηρισ·θησομεν·ῳ, επι·στηριγ·θησομεν·ῳ
Genεπιστηρισθησομενης, επιστηριχθησομενηςεπιστηρισθησομενου, επιστηριχθησομενουεπι·στηρισ·θησομεν·ης, επι·στηριγ·θησομεν·ηςεπι·στηρισ·θησομεν·ου, επι·στηριγ·θησομεν·ου
PlVocεπιστηρισθησομεναι, επιστηριχθησομεναιεπιστηρισθησομενοι, επιστηριχθησομενοιεπιστηρισθησομενα, επιστηριχθησομεναεπι·στηρισ·θησομεν·αι, επι·στηριγ·θησομεν·αιεπι·στηρισ·θησομεν·οι, επι·στηριγ·θησομεν·οιεπι·στηρισ·θησομεν·α, επι·στηριγ·θησομεν·α
Nom
Accεπιστηρισθησομενας, επιστηριχθησομεναςεπιστηρισθησομενους, επιστηριχθησομενουςεπι·στηρισ·θησομεν·ας, επι·στηριγ·θησομεν·αςεπι·στηρισ·θησομεν·ους, επι·στηριγ·θησομεν·ους
Datεπιστηρισθησομεναις, επιστηριχθησομεναιςεπιστηρισθησομενοις, επιστηριχθησομενοιςεπι·στηρισ·θησομεν·αις, επι·στηριγ·θησομεν·αιςεπι·στηρισ·θησομεν·οις, επι·στηριγ·θησομεν·οις
Genεπιστηρισθησομενων, επιστηριχθησομενωνεπιστηρισθησομενων, επιστηριχθησομενωνεπι·στηρισ·θησομεν·ων, επι·στηριγ·θησομεν·ωνεπι·στηρισ·θησομεν·ων, επι·στηριγ·θησομεν·ων

Copyright 2007-2024 Thomas Moore, Email: acct3 at katabiblon.com, Support Forum Set Local Timezone
Thursday, 28-Mar-2024 10:02:26 EDT