εξεγειρω • EXEGEIRW ECEGEIRW • exegeirō

Search: εξηγειρεν

MatchLemmaUncontracted Form(s)Parsing
εξηγειρεν; εξηγειρενἐξεγείρωεξ·ε·εγειρ·ε(ν); εξ·ε·εγειρ·[σ]ε(ν)impf act ind 3rd sg; 1aor act ind 3rd sg

ἐξ·εγείρω (εξ+εγειρ-, εξ+εγερ(ε)·[σ]-, εξ+εγειρ·[σ]-, -, εξ+εγηγερ-, εξ+εγερ·θ-)

Verb

Not all forms below are necessarily attested. Highlighted words may or may not be a match to the GNT or LXX, if another word also inflects the same way.

1st Principal Part (Present and Imperfect) [hide]

Present Indicative Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stεξεγειρω[LXX]εξ·εγειρ·ωεξεγειρομαιεξ·εγειρ·ομαι
2ndεξεγειρειςεξ·εγειρ·ειςεξεγειρῃ, εξεγειρει[LXX], εξεγειρεσαιεξ·εγειρ·ῃ, εξ·εγειρ·ει classical, εξ·εγειρ·εσαι alt
3rdεξεγειρει[LXX]εξ·εγειρ·ειεξεγειρεταιεξ·εγειρ·εται
Pl1stεξεγειρομενεξ·εγειρ·ομενεξεγειρομεθαεξ·εγειρ·ομεθα
2ndεξεγειρετεεξ·εγειρ·ετεεξεγειρεσθεεξ·εγειρ·εσθε
3rdεξεγειρουσιν, εξεγειρουσιεξ·εγειρ·ουσι(ν)εξεγειρονταιεξ·εγειρ·ονται

Present Indicative Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Present Subjunctive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stεξεγειρω[LXX]εξ·εγειρ·ωεξεγειρωμαιεξ·εγειρ·ωμαι
2ndεξεγειρῃςεξ·εγειρ·ῃςεξεγειρῃεξ·εγειρ·ῃ
3rdεξεγειρῃεξ·εγειρ·ῃεξεγειρηται[LXX]εξ·εγειρ·ηται
Pl1stεξεγειρωμενεξ·εγειρ·ωμενεξεγειρωμεθαεξ·εγειρ·ωμεθα
2ndεξεγειρητε[LXX]εξ·εγειρ·ητεεξεγειρησθεεξ·εγειρ·ησθε
3rdεξεγειρωσιν, εξεγειρωσιεξ·εγειρ·ωσι(ν)εξεγειρωνταιεξ·εγειρ·ωνται

Present Optative Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stεξεγειροιμιεξ·εγειρ·οιμιεξεγειροιμηνεξ·εγειρ·οιμην
2ndεξεγειροιςεξ·εγειρ·οιςεξεγειροιοεξ·εγειρ·οιο
3rdεξεγειροιεξ·εγειρ·οιεξεγειροιτοεξ·εγειρ·οιτο
Pl1stεξεγειροιμενεξ·εγειρ·οιμενεξεγειροιμεθαεξ·εγειρ·οιμεθα
2ndεξεγειροιτεεξ·εγειρ·οιτεεξεγειροισθεεξ·εγειρ·οισθε
3rdεξεγειροιεν, εξεγειροισανεξ·εγειρ·οιεν, εξ·εγειρ·οισαν altεξεγειροιντοεξ·εγειρ·οιντο

Present Optative Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Present Imperative Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2ndεξεγειρεεξ·εγειρ·εεξεγειρου[LXX]εξ·εγειρ·ου
3rdεξεγειρετωεξ·εγειρ·ετωεξεγειρεσθωεξ·εγειρ·εσθω
Pl1st
2ndεξεγειρετεεξ·εγειρ·ετεεξεγειρεσθεεξ·εγειρ·εσθε
3rdεξεγειρετωσαν, εξεγειροντων[LXX]εξ·εγειρ·ετωσαν, εξ·εγειρ·οντων classicalεξεγειρεσθωσαν[LXX], εξεγειρεσθωνεξ·εγειρ·εσθωσαν, εξ·εγειρ·εσθων classical

Present Imperative Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Present Infinitive Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
εξεγειρειν​εξ·εγειρ·ειν​εξεγειρεσθαι​εξ·εγειρ·εσθαι​

Present Infinitive Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted

Present Participle Thematic

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocεξεγειρουσαεξεγειρον[LXX]εξ·εγειρ·ουσ·αεξ·εγειρ·ο[υ]ν[τ]
Nomεξεγειρων[LXX]εξ·εγειρ·ο[υ]ν[τ]·^
Accεξεγειρουσανεξεγειροντα[LXX]εξ·εγειρ·ουσ·ανεξ·εγειρ·ο[υ]ντ·α
Datεξεγειρουσῃεξεγειροντιεξ·εγειρ·ουσ·ῃεξ·εγειρ·ο[υ]ντ·ι
Genεξεγειρουσηςεξεγειροντοςεξ·εγειρ·ουσ·ηςεξ·εγειρ·ο[υ]ντ·ος
PlVocεξεγειρουσαιεξεγειροντεςεξεγειροντα[LXX]εξ·εγειρ·ουσ·αιεξ·εγειρ·ο[υ]ντ·εςεξ·εγειρ·ο[υ]ντ·α
Nom
Accεξεγειρουσαςεξεγειρονταςεξ·εγειρ·ουσ·αςεξ·εγειρ·ο[υ]ντ·ας
Datεξεγειρουσαιςεξεγειρουσι, εξεγειρουσινεξ·εγειρ·ουσ·αιςεξ·εγειρ·ου[ντ]·σι(ν)
Genεξεγειρουσωνεξεγειροντων[LXX]εξ·εγειρ·ουσ·ωνεξ·εγειρ·ο[υ]ντ·ων
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocεξεγειρομενηεξεγειρομενεεξ·εγειρ·ομεν·ηεξ·εγειρ·ομεν·ε
Nomεξεγειρομενος[LXX]εξ·εγειρ·ομεν·ος
Accεξεγειρομενηνεξεγειρομενονεξ·εγειρ·ομεν·ηνεξ·εγειρ·ομεν·ον
Datεξεγειρομενῃεξεγειρομενῳεξ·εγειρ·ομεν·ῃεξ·εγειρ·ομεν·ῳ
Genεξεγειρομενηςεξεγειρομενου[LXX]εξ·εγειρ·ομεν·ηςεξ·εγειρ·ομεν·ου
PlVocεξεγειρομεναιεξεγειρομενοιεξεγειρομεναεξ·εγειρ·ομεν·αιεξ·εγειρ·ομεν·οιεξ·εγειρ·ομεν·α
Nom
Accεξεγειρομεναςεξεγειρομενουςεξ·εγειρ·ομεν·αςεξ·εγειρ·ομεν·ους
Datεξεγειρομεναιςεξεγειρομενοιςεξ·εγειρ·ομεν·αιςεξ·εγειρ·ομεν·οις
Genεξεγειρομενωνεξεγειρομενωνεξ·εγειρ·ομεν·ωνεξ·εγειρ·ομεν·ων

Present Participle Athematic

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVoc
Nom
Acc
Dat
Gen
PlVoc
Nom
Acc
Dat
Gen
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVoc
Nom
Acc
Dat
Gen
PlVoc
Nom
Acc
Dat
Gen

Imperfect Indicative Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stεξηγειρονεξ·ε·εγειρ·ονεξηγειρομην[LXX]εξ·ε·εγειρ·ομην
2ndεξηγειρεςεξ·ε·εγειρ·εςεξηγειρουεξ·ε·εγειρ·ου
3rdεξηγειρεν[LXX], εξηγειρεεξ·ε·εγειρ·ε(ν), εξ·ε·εγειρ·ε(ν)εξηγειρετο[LXX]εξ·ε·εγειρ·ετο
Pl1stεξηγειρομενεξ·ε·εγειρ·ομενεξηγειρομεθαεξ·ε·εγειρ·ομεθα
2ndεξηγειρετεεξ·ε·εγειρ·ετεεξηγειρεσθεεξ·ε·εγειρ·εσθε
3rdεξηγειρον, εξηγειροσανεξ·ε·εγειρ·ον, εξ·ε·εγειρ·οσαν altεξηγειροντοεξ·ε·εγειρ·οντο

Imperfect Indicative Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

2nd Principal Part (Future Active and Middle-Passive) [hide]

Future Indicative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stεξεγερωεξ·εγερ(ε)·[σ]ωεξεγερουμαιεξ·εγερ(ε)·[σ]ομαι
2ndεξεγερειςεξ·εγερ(ε)·[σ]ειςεξεγερῃ, εξεγερει[GNT], εξεγερεισαιεξ·εγερ(ε)·[σ]ῃ, εξ·εγερ(ε)·[σ]ει classical, εξ·εγερ(ε)·[σ]εσαι alt
3rdεξεγερει[GNT]εξ·εγερ(ε)·[σ]ειεξεγερειταιεξ·εγερ(ε)·[σ]εται
Pl1stεξεγερουμενεξ·εγερ(ε)·[σ]ομενεξεγερουμεθαεξ·εγερ(ε)·[σ]ομεθα
2ndεξεγερειτεεξ·εγερ(ε)·[σ]ετεεξεγερεισθεεξ·εγερ(ε)·[σ]εσθε
3rdεξεγερουσιν, εξεγερουσιεξ·εγερ(ε)·[σ]ουσι(ν)εξεγερουνταιεξ·εγερ(ε)·[σ]ονται

Future Optative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stεξεγεροιμιεξ·εγερ(ε)·[σ]οιμιεξεγεροιμηνεξ·εγερ(ε)·[σ]οιμην
2ndεξεγεροιςεξ·εγερ(ε)·[σ]οιςεξεγεροιοεξ·εγερ(ε)·[σ]οιο
3rdεξεγεροιεξ·εγερ(ε)·[σ]οιεξεγεροιτοεξ·εγερ(ε)·[σ]οιτο
Pl1stεξεγεροιμενεξ·εγερ(ε)·[σ]οιμενεξεγεροιμεθαεξ·εγερ(ε)·[σ]οιμεθα
2ndεξεγεροιτεεξ·εγερ(ε)·[σ]οιτεεξεγεροισθεεξ·εγερ(ε)·[σ]οισθε
3rdεξεγεροιενεξ·εγερ(ε)·[σ]οιενεξεγεροιντοεξ·εγερ(ε)·[σ]οιντο

Future Infinitive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
εξεγερειν​εξ·εγερ(ε)·[σ]ειν​εξεγερεισθαι​εξ·εγερ(ε)·[σ]εσθαι​

Future Participle

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocεξεγερουσαεξεγερουνεξ·εγερ(ε)·[σ]ουσ·αεξ·εγερ(ε)·[σ]ο[υ]ν[τ]
Nomεξεγερωνεξ·εγερ(ε)·[σ]ο[υ]ν[τ]·^
Accεξεγερουσανεξεγερουνταεξ·εγερ(ε)·[σ]ουσ·ανεξ·εγερ(ε)·[σ]ο[υ]ντ·α
Datεξεγερουσῃεξεγερουντιεξ·εγερ(ε)·[σ]ουσ·ῃεξ·εγερ(ε)·[σ]ο[υ]ντ·ι
Genεξεγερουσηςεξεγερουντοςεξ·εγερ(ε)·[σ]ουσ·ηςεξ·εγερ(ε)·[σ]ο[υ]ντ·ος
PlVocεξεγερουσαιεξεγερουντεςεξεγερουνταεξ·εγερ(ε)·[σ]ουσ·αιεξ·εγερ(ε)·[σ]ο[υ]ντ·εςεξ·εγερ(ε)·[σ]ο[υ]ντ·α
Nom
Accεξεγερουσαςεξεγερουνταςεξ·εγερ(ε)·[σ]ουσ·αςεξ·εγερ(ε)·[σ]ο[υ]ντ·ας
Datεξεγερουσαιςεξεγερουσι, εξεγερουσινεξ·εγερ(ε)·[σ]ουσ·αιςεξ·εγερ(ε)·[σ]ου[ντ]·σι(ν)
Genεξεγερουσωνεξεγερουντωνεξ·εγερ(ε)·[σ]ουσ·ωνεξ·εγερ(ε)·[σ]ο[υ]ντ·ων
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocεξεγερουμενηεξεγερουμενεεξ·εγερ(ε)·[σ]ομεν·ηεξ·εγερ(ε)·[σ]ομεν·ε
Nomεξεγερουμενοςεξ·εγερ(ε)·[σ]ομεν·ος
Accεξεγερουμενηνεξεγερουμενονεξ·εγερ(ε)·[σ]ομεν·ηνεξ·εγερ(ε)·[σ]ομεν·ον
Datεξεγερουμενῃεξεγερουμενῳεξ·εγερ(ε)·[σ]ομεν·ῃεξ·εγερ(ε)·[σ]ομεν·ῳ
Genεξεγερουμενηςεξεγερουμενουεξ·εγερ(ε)·[σ]ομεν·ηςεξ·εγερ(ε)·[σ]ομεν·ου
PlVocεξεγερουμεναιεξεγερουμενοιεξεγερουμεναεξ·εγερ(ε)·[σ]ομεν·αιεξ·εγερ(ε)·[σ]ομεν·οιεξ·εγερ(ε)·[σ]ομεν·α
Nom
Accεξεγερουμεναςεξεγερουμενουςεξ·εγερ(ε)·[σ]ομεν·αςεξ·εγερ(ε)·[σ]ομεν·ους
Datεξεγερουμεναιςεξεγερουμενοιςεξ·εγερ(ε)·[σ]ομεν·αιςεξ·εγερ(ε)·[σ]ομεν·οις
Genεξεγερουμενωνεξεγερουμενωνεξ·εγερ(ε)·[σ]ομεν·ωνεξ·εγερ(ε)·[σ]ομεν·ων

3rd(a) Principal Part (1st Aorist Active and Middle-Passive) [hide]

1st Aorist Indicative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stεξηγειρα[GNT][LXX]εξ·ε·εγειρ·[σ]αεξηγειραμηνεξ·ε·εγειρ·[σ]αμην
2ndεξηγειρας[LXX]εξ·ε·εγειρ·[σ]αςεξηγειρωεξ·ε·εγειρ·[σ]ω
3rdεξηγειρεν[LXX], εξηγειρεεξ·ε·εγειρ·[σ]ε(ν), εξ·ε·εγειρ·[σ]ε(ν)εξηγειρατοεξ·ε·εγειρ·[σ]ατο
Pl1stεξηγειραμενεξ·ε·εγειρ·[σ]αμενεξηγειραμεθαεξ·ε·εγειρ·[σ]αμεθα
2ndεξηγειρατεεξ·ε·εγειρ·[σ]ατεεξηγειρασθεεξ·ε·εγειρ·[σ]ασθε
3rdεξηγειρανεξ·ε·εγειρ·[σ]ανεξηγειραντοεξ·ε·εγειρ·[σ]αντο

1st Aorist Subjunctive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stεξεγειρω[LXX]εξ·εγειρ·[σ]ωεξεγειρωμαιεξ·εγειρ·[σ]ωμαι
2ndεξεγειρῃςεξ·εγειρ·[σ]ῃςεξεγειρῃεξ·εγειρ·[σ]ῃ
3rdεξεγειρῃεξ·εγειρ·[σ]ῃεξεγειρηται[LXX]εξ·εγειρ·[σ]ηται
Pl1stεξεγειρωμενεξ·εγειρ·[σ]ωμενεξεγειρωμεθαεξ·εγειρ·[σ]ωμεθα
2ndεξεγειρητε[LXX]εξ·εγειρ·[σ]ητεεξεγειρησθεεξ·εγειρ·[σ]ησθε
3rdεξεγειρωσιν, εξεγειρωσιεξ·εγειρ·[σ]ωσι(ν)εξεγειρωνταιεξ·εγειρ·[σ]ωνται

1st Aorist Optative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stεξεγειραιμιεξ·εγειρ·[σ]αιμιεξεγειραιμηνεξ·εγειρ·[σ]αιμην
2ndεξεγειραις, εξεγειρειαςεξ·εγειρ·[σ]αις, εξ·εγειρ·[σ]ειας classicalεξεγειραιοεξ·εγειρ·[σ]αιο
3rdεξεγειραι[LXX], εξεγειρειεεξ·εγειρ·[σ]αι, εξ·εγειρ·[σ]ειε classicalεξεγειραιτοεξ·εγειρ·[σ]αιτο
Pl1stεξεγειραιμενεξ·εγειρ·[σ]αιμενεξεγειραιμεθαεξ·εγειρ·[σ]αιμεθα
2ndεξεγειραιτεεξ·εγειρ·[σ]αιτεεξεγειραισθεεξ·εγειρ·[σ]αισθε
3rdεξεγειραιεν, εξεγειραισαν, εξεγειρειαν, εξεγειρειενεξ·εγειρ·[σ]αιεν, εξ·εγειρ·[σ]αισαν alt, εξ·εγειρ·[σ]ειαν classical, εξ·εγειρ·[σ]ειεν classicalεξεγειραιντοεξ·εγειρ·[σ]αιντο

1st Aorist Imperative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2ndεξεγειρον[LXX]εξ·εγειρ·[σ]ονεξεγειραι[LXX]εξ·εγειρ·[σ]αι
3rdεξεγειρατωεξ·εγειρ·[σ]ατωεξεγειρασθωεξ·εγειρ·[σ]ασθω
Pl1st
2ndεξεγειρατε[LXX]εξ·εγειρ·[σ]ατεεξεγειρασθεεξ·εγειρ·[σ]ασθε
3rdεξεγειρατωσαν, εξεγειραντωνεξ·εγειρ·[σ]ατωσαν, εξ·εγειρ·[σ]αντων classicalεξεγειρασθωσαν, εξεγειρασθωνεξ·εγειρ·[σ]ασθωσαν, εξ·εγειρ·[σ]ασθων classical

1st Aorist Infinitive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
εξεγειραι[LXX]​εξ·εγειρ·[σ]αιεξεγειρασθαι​εξ·εγειρ·[σ]ασθαι​

1st Aorist Participle

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocεξεγειρασαεξεγειραςεξεγειρανεξ·εγειρ·[σ]ασ·αεξ·εγειρ·[σ]α[ντ]·ςεξ·εγειρ·[σ]αν[τ]
Nom
Accεξεγειρασανεξεγειρανταεξ·εγειρ·[σ]ασ·ανεξ·εγειρ·[σ]αντ·α
Datεξεγειρασῃεξεγειραντιεξ·εγειρ·[σ]ασ·ῃεξ·εγειρ·[σ]αντ·ι
Genεξεγειρασηςεξεγειραντοςεξ·εγειρ·[σ]ασ·ηςεξ·εγειρ·[σ]αντ·ος
PlVocεξεγειρασαιεξεγειραντεςεξεγειρανταεξ·εγειρ·[σ]ασ·αιεξ·εγειρ·[σ]αντ·εςεξ·εγειρ·[σ]αντ·α
Nom
Accεξεγειρασαςεξεγειρανταςεξ·εγειρ·[σ]ασ·αςεξ·εγειρ·[σ]αντ·ας
Datεξεγειρασαιςεξεγειρασι, εξεγειρασινεξ·εγειρ·[σ]ασ·αιςεξ·εγειρ·[σ]α[ντ]·σι(ν)
Genεξεγειρασωνεξεγειραντωνεξ·εγειρ·[σ]ασ·ωνεξ·εγειρ·[σ]αντ·ων
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocεξεγειραμενηεξεγειραμενεεξ·εγειρ·[σ]αμεν·ηεξ·εγειρ·[σ]αμεν·ε
Nomεξεγειραμενοςεξ·εγειρ·[σ]αμεν·ος
Accεξεγειραμενηνεξεγειραμενονεξ·εγειρ·[σ]αμεν·ηνεξ·εγειρ·[σ]αμεν·ον
Datεξεγειραμενῃεξεγειραμενῳεξ·εγειρ·[σ]αμεν·ῃεξ·εγειρ·[σ]αμεν·ῳ
Genεξεγειραμενηςεξεγειραμενουεξ·εγειρ·[σ]αμεν·ηςεξ·εγειρ·[σ]αμεν·ου
PlVocεξεγειραμεναιεξεγειραμενοιεξεγειραμεναεξ·εγειρ·[σ]αμεν·αιεξ·εγειρ·[σ]αμεν·οιεξ·εγειρ·[σ]αμεν·α
Nom
Accεξεγειραμεναςεξεγειραμενουςεξ·εγειρ·[σ]αμεν·αςεξ·εγειρ·[σ]αμεν·ους
Datεξεγειραμεναιςεξεγειραμενοιςεξ·εγειρ·[σ]αμεν·αιςεξ·εγειρ·[σ]αμεν·οις
Genεξεγειραμενωνεξεγειραμενωνεξ·εγειρ·[σ]αμεν·ωνεξ·εγειρ·[σ]αμεν·ων

4th and 5th Principal Parts (Perfect and Pluperfect) [hide]

Perfect Indicative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stεξεγηγερμαιεξ·εγηγερ·μαι
2ndεξεγηγερσαιεξ·εγηγερ·σαι
3rdεξεγηγερται[LXX]εξ·εγηγερ·ται
Pl1stεξεγηγερμεθαεξ·εγηγερ·μεθα
2ndεξεγηγερθεεξ·εγηγερ·σθε
3rdεξεγηγεραταιεξ·εγηγερ·νται

Future Perfect Indicative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stεξεγηγερσομαιεξ·εγηγερ·σομαι
2ndεξεγηγερσῃ, εξεγηγερσειεξ·εγηγερ·σῃ, εξ·εγηγερ·σει classical
3rdεξεγηγερσεταιεξ·εγηγερ·σεται
Pl1stεξεγηγερσομεθαεξ·εγηγερ·σομεθα
2ndεξεγηγερσεσθεεξ·εγηγερ·σεσθε
3rdεξεγηγερσονταιεξ·εγηγερ·σονται

Perfect Subjunctive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Perfect Optative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Future Perfect Optative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stεξεγηγερσοιμηνεξ·εγηγερ·σοιμην
2ndεξεγηγερσοιοεξ·εγηγερ·σοιο
3rdεξεγηγερσοιτοεξ·εγηγερ·σοιτο
Pl1stεξεγηγερσοιμεθαεξ·εγηγερ·σοιμεθα
2ndεξεγηγερσοισθεεξ·εγηγερ·σοισθε
3rdεξεγηγερσοιντοεξ·εγηγερ·σοιντο

Perfect Imperative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2ndεξεγηγερσοεξ·εγηγερ·σο
3rdεξεγηγερθωεξ·εγηγερ·σθω
Pl1st
2ndεξεγηγερθεεξ·εγηγερ·σθε
3rdεξεγηγερθωσαν, εξεγηγερθωνεξ·εγηγερ·σθωσαν, εξ·εγηγερ·σθων classical

Perfect Infinitive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
εξεγηγερθαι​εξ·εγηγερ·σθαι​

Future Perfect Infinitive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
εξεγηγερσεσθαι​εξ·εγηγερ·σεσθαι​

Perfect Participle

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVoc
Nom
Acc
Dat
Gen
PlVoc
Nom
Acc
Dat
Gen
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocεξεγηγερμενηεξεγηγερμενεεξ·εγηγερ·μεν·ηεξ·εγηγερ·μεν·ε
Nomεξεγηγερμενοςεξ·εγηγερ·μεν·ος
Accεξεγηγερμενηνεξεγηγερμενονεξ·εγηγερ·μεν·ηνεξ·εγηγερ·μεν·ον
Datεξεγηγερμενῃεξεγηγερμενῳεξ·εγηγερ·μεν·ῃεξ·εγηγερ·μεν·ῳ
Genεξεγηγερμενηςεξεγηγερμενουεξ·εγηγερ·μεν·ηςεξ·εγηγερ·μεν·ου
PlVocεξεγηγερμεναιεξεγηγερμενοιεξεγηγερμεναεξ·εγηγερ·μεν·αιεξ·εγηγερ·μεν·οιεξ·εγηγερ·μεν·α
Nom
Accεξεγηγερμεναςεξεγηγερμενουςεξ·εγηγερ·μεν·αςεξ·εγηγερ·μεν·ους
Datεξεγηγερμεναιςεξεγηγερμενοιςεξ·εγηγερ·μεν·αιςεξ·εγηγερ·μεν·οις
Genεξεγηγερμενωνεξεγηγερμενωνεξ·εγηγερ·μεν·ωνεξ·εγηγερ·μεν·ων

Pluperfect Indicative Augmented

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stεξηγηγερμηνεξ·ε·εγηγερ·μην
2ndεξηγηγερσοεξ·ε·εγηγερ·σο
3rdεξηγηγερτοεξ·ε·εγηγερ·το
Pl1stεξηγηγερμεθαεξ·ε·εγηγερ·μεθα
2ndεξηγηγερθεεξ·ε·εγηγερ·σθε
3rdεξηγηγερατοεξ·ε·εγηγερ·ντο

Pluperfect Indicative Unaugmented

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stεξεγηγερμηνεξ·[ε]·εγηγερ·μην
2ndεξεγηγερσοεξ·[ε]·εγηγερ·σο
3rdεξεγηγερτοεξ·[ε]·εγηγερ·το
Pl1stεξεγηγερμεθαεξ·[ε]·εγηγερ·μεθα
2ndεξεγηγερθεεξ·[ε]·εγηγερ·σθε
3rdεξεγηγερατοεξ·[ε]·εγηγερ·ντο

6th Principal Part (θη-Aorist and θη-Future) [hide]

θη-Aorist Indicative [show][hide]

θη-Aorist
InflectionUncontracted
Sg1stεξηγερθην[LXX]εξ·ε·εγερ·θην
2ndεξηγερθηςεξ·ε·εγερ·θης
3rdεξηγερθη[LXX]εξ·ε·εγερ·θη
Pl1stεξηγερθημενεξ·ε·εγερ·θημεν
2ndεξηγερθητεεξ·ε·εγερ·θητε
3rdεξηγερθησαν[LXX]εξ·ε·εγερ·θησαν

θη-Future Indicative [show][hide]

θη-Future
InflectionUncontracted
Sg1stεξεγερθησομαι[LXX]εξ·εγερ·θησομαι
2ndεξεγερθησῃ, εξεγερθησειεξ·εγερ·θησῃ, εξ·εγερ·θησει classical
3rdεξεγερθησεται[LXX]εξ·εγερ·θησεται
Pl1stεξεγερθησομεθαεξ·εγερ·θησομεθα
2ndεξεγερθησεσθεεξ·εγερ·θησεσθε
3rdεξεγερθησονται[LXX]εξ·εγερ·θησονται

θη-Aorist Subjunctive [show][hide]

θη-Aorist
InflectionUncontracted
Sg1stεξεγερθωεξ·εγερ·θω
2ndεξεγερθῃςεξ·εγερ·θῃς
3rdεξεγερθῃ[LXX]εξ·εγερ·θῃ
Pl1stεξεγερθωμενεξ·εγερ·θωμεν
2ndεξεγερθητε[LXX]εξ·εγερ·θητε
3rdεξεγερθωσιν, εξεγερθωσιεξ·εγερ·θωσι(ν)

θη-Aorist Optative [show][hide]

θη-Aorist
InflectionUncontracted
Sg1stεξεγερθειηνεξ·εγερ·θειην
2ndεξεγερθειηςεξ·εγερ·θειης
3rdεξεγερθειηεξ·εγερ·θειη
Pl1stεξεγερθειημεν, εξεγερθειμενεξ·εγερ·θειημεν, εξ·εγερ·θειμεν classical
2ndεξεγερθειητε, εξεγερθειτεεξ·εγερ·θειητε, εξ·εγερ·θειτε classical
3rdεξεγερθειησαν, εξεγερθειενεξ·εγερ·θειησαν, εξ·εγερ·θειεν classical

θη-Future Optative [show][hide]

θη-Future
InflectionUncontracted
Sg1stεξεγερθησοιμηνεξ·εγερ·θησοιμην
2ndεξεγερθησοιοεξ·εγερ·θησοιο
3rdεξεγερθησοιτοεξ·εγερ·θησοιτο
Pl1stεξεγερθησοιμεθαεξ·εγερ·θησοιμεθα
2ndεξεγερθησοισθεεξ·εγερ·θησοισθε
3rdεξεγερθησοιντοεξ·εγερ·θησοιντο

θη-Aorist Imperative [show][hide]

θη-Aorist
InflectionUncontracted
Sg1st
2ndεξεγερθητι[LXX]εξ·εγερ·θητι
3rdεξεγερθητωεξ·εγερ·θητω
Pl1st
2ndεξεγερθητε[LXX]εξ·εγερ·θητε
3rdεξεγερθητωσαν, εξεγερθεντωνεξ·εγερ·θητωσαν, εξ·εγερ·θεντων classical

θη-Aorist Infinitive [show][hide]

θη-Aorist
InflectionUncontracted
εξεγερθηναι​εξ·εγερ·θηναι​

θη-Future Infinitive [show][hide]

θη-Future
InflectionUncontracted
εξεγερθησεσθαι​εξ·εγερ·θησεσθαι​

θη-Aorist Participle [show][hide]

θη-Aorist
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocεξεγερθεισαεξεγερθεις[LXX]εξεγερθενεξ·εγερ·θεισ·αεξ·εγερ·θει[ντ]·ςεξ·εγερ·θε[ι]ν[τ]
Nom
Accεξεγερθεισανεξεγερθενταεξ·εγερ·θεισ·ανεξ·εγερ·θε[ι]ντ·α
Datεξεγερθεισῃεξεγερθεντιεξ·εγερ·θεισ·ῃεξ·εγερ·θε[ι]ντ·ι
Genεξεγερθεισηςεξεγερθεντοςεξ·εγερ·θεισ·ηςεξ·εγερ·θε[ι]ντ·ος
PlVocεξεγερθεισαιεξεγερθεντεςεξεγερθενταεξ·εγερ·θεισ·αιεξ·εγερ·θε[ι]ντ·εςεξ·εγερ·θε[ι]ντ·α
Nom
Accεξεγερθεισαςεξεγερθενταςεξ·εγερ·θεισ·αςεξ·εγερ·θε[ι]ντ·ας
Datεξεγερθεισαιςεξεγερθεισι, εξεγερθεισινεξ·εγερ·θεισ·αιςεξ·εγερ·θει[ντ]·σι(ν)
Genεξεγερθεισωνεξεγερθεντωνεξ·εγερ·θεισ·ωνεξ·εγερ·θε[ι]ντ·ων

θη-Future Participle [show][hide]

θη-Future
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocεξεγερθησομενηεξεγερθησομενεεξ·εγερ·θησομεν·ηεξ·εγερ·θησομεν·ε
Nomεξεγερθησομενοςεξ·εγερ·θησομεν·ος
Accεξεγερθησομενηνεξεγερθησομενονεξ·εγερ·θησομεν·ηνεξ·εγερ·θησομεν·ον
Datεξεγερθησομενῃεξεγερθησομενῳεξ·εγερ·θησομεν·ῃεξ·εγερ·θησομεν·ῳ
Genεξεγερθησομενηςεξεγερθησομενουεξ·εγερ·θησομεν·ηςεξ·εγερ·θησομεν·ου
PlVocεξεγερθησομεναιεξεγερθησομενοιεξεγερθησομεναεξ·εγερ·θησομεν·αιεξ·εγερ·θησομεν·οιεξ·εγερ·θησομεν·α
Nom
Accεξεγερθησομεναςεξεγερθησομενουςεξ·εγερ·θησομεν·αςεξ·εγερ·θησομεν·ους
Datεξεγερθησομεναιςεξεγερθησομενοιςεξ·εγερ·θησομεν·αιςεξ·εγερ·θησομεν·οις
Genεξεγερθησομενωνεξεγερθησομενωνεξ·εγερ·θησομεν·ωνεξ·εγερ·θησομεν·ων

Copyright 2007-2024 Thomas Moore, Email: acct3 at katabiblon.com, Support Forum Set Local Timezone
Thursday, 28-Mar-2024 14:21:36 EDT