μαστιγοω • MASTIGOW • mastigoō

Search: εμαστιγου

MatchLemmaUncontracted Form(s)Parsing
εμαστιγου; εμαστιγουμαστιγόωε·μαστιγ(ο)·ε; ε·μαστιγ(ο)·ουimpf act ind 3rd sg; impf mp ind 2nd sg

μαστιγόω (μαστιγ(ο)-, μαστιγω·σ-, μαστιγω·σ-, -, μεμαστιγω-, μαστιγω·θ-)

Verb

Not all forms below are necessarily attested. Highlighted words may or may not be a match to the GNT or LXX, if another word also inflects the same way.

1st Principal Part (Present and Imperfect) [hide]

Present Indicative Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stμαστιγωμαστιγ(ο)·ωμαστιγουμαιμαστιγ(ο)·ομαι
2ndμαστιγοις[LXX]μαστιγ(ο)·ειςμαστιγοι[GNT][LXX], μαστιγουσαιμαστιγ(ο)·ῃ, μαστιγ(ο)·ει classical, μαστιγ(ο)·εσαι alt
3rdμαστιγοι[GNT][LXX]μαστιγ(ο)·ειμαστιγουταιμαστιγ(ο)·εται
Pl1stμαστιγουμενμαστιγ(ο)·ομενμαστιγουμεθαμαστιγ(ο)·ομεθα
2ndμαστιγουτεμαστιγ(ο)·ετεμαστιγουσθεμαστιγ(ο)·εσθε
3rdμαστιγουσιν, μαστιγουσιμαστιγ(ο)·ουσι(ν)μαστιγουνταιμαστιγ(ο)·ονται

Present Indicative Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Present Subjunctive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stμαστιγωμαστιγ(ο)·ωμαστιγωμαιμαστιγ(ο)·ωμαι
2ndμαστιγοις[LXX]μαστιγ(ο)·ῃςμαστιγοι[GNT][LXX]μαστιγ(ο)·ῃ
3rdμαστιγοι[GNT][LXX]μαστιγ(ο)·ῃμαστιγωταιμαστιγ(ο)·ηται
Pl1stμαστιγωμενμαστιγ(ο)·ωμενμαστιγωμεθαμαστιγ(ο)·ωμεθα
2ndμαστιγωτεμαστιγ(ο)·ητεμαστιγωσθεμαστιγ(ο)·ησθε
3rdμαστιγωσιν, μαστιγωσιμαστιγ(ο)·ωσι(ν)μαστιγωνταιμαστιγ(ο)·ωνται

Present Optative Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stμαστιγοιμιμαστιγ(ο)·οιμιμαστιγοιμηνμαστιγ(ο)·οιμην
2ndμαστιγοις[LXX]μαστιγ(ο)·οιςμαστιγοιομαστιγ(ο)·οιο
3rdμαστιγοι[GNT][LXX]μαστιγ(ο)·οιμαστιγοιτομαστιγ(ο)·οιτο
Pl1stμαστιγοιμενμαστιγ(ο)·οιμενμαστιγοιμεθαμαστιγ(ο)·οιμεθα
2ndμαστιγοιτεμαστιγ(ο)·οιτεμαστιγοισθεμαστιγ(ο)·οισθε
3rdμαστιγοιεν, μαστιγοισανμαστιγ(ο)·οιεν, μαστιγ(ο)·οισαν altμαστιγοιντομαστιγ(ο)·οιντο

Present Optative Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Present Imperative Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2ndμαστιγουμαστιγ(ο)·εμαστιγουμαστιγ(ο)·ου
3rdμαστιγουτωμαστιγ(ο)·ετωμαστιγουσθωμαστιγ(ο)·εσθω
Pl1st
2ndμαστιγουτεμαστιγ(ο)·ετεμαστιγουσθεμαστιγ(ο)·εσθε
3rdμαστιγουτωσαν, μαστιγουντωνμαστιγ(ο)·ετωσαν, μαστιγ(ο)·οντων classicalμαστιγουσθωσαν, μαστιγουσθωνμαστιγ(ο)·εσθωσαν, μαστιγ(ο)·εσθων classical

Present Imperative Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Present Infinitive Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
μαστιγουν​μαστιγ(ο)·ειν​μαστιγουσθαι​μαστιγ(ο)·εσθαι​

Present Infinitive Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted

Present Participle Thematic

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocμαστιγουσαμαστιγουνμαστιγ(ο)·ουσ·αμαστιγ(ο)·ο[υ]ν[τ]
Nomμαστιγων[GNT][LXX]μαστιγ(ο)·ο[υ]ν[τ]·^
Accμαστιγουσανμαστιγουνταμαστιγ(ο)·ουσ·ανμαστιγ(ο)·ο[υ]ντ·α
Datμαστιγουσῃμαστιγουντιμαστιγ(ο)·ουσ·ῃμαστιγ(ο)·ο[υ]ντ·ι
Genμαστιγουσηςμαστιγουντοςμαστιγ(ο)·ουσ·ηςμαστιγ(ο)·ο[υ]ντ·ος
PlVocμαστιγουσαιμαστιγουντεςμαστιγουνταμαστιγ(ο)·ουσ·αιμαστιγ(ο)·ο[υ]ντ·εςμαστιγ(ο)·ο[υ]ντ·α
Nom
Accμαστιγουσαςμαστιγουνταςμαστιγ(ο)·ουσ·αςμαστιγ(ο)·ο[υ]ντ·ας
Datμαστιγουσαιςμαστιγουσι, μαστιγουσινμαστιγ(ο)·ουσ·αιςμαστιγ(ο)·ου[ντ]·σι(ν)
Genμαστιγουσωνμαστιγουντωνμαστιγ(ο)·ουσ·ωνμαστιγ(ο)·ο[υ]ντ·ων
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocμαστιγουμενημαστιγουμενεμαστιγ(ο)·ομεν·ημαστιγ(ο)·ομεν·ε
Nomμαστιγουμενος[LXX]μαστιγ(ο)·ομεν·ος
Accμαστιγουμενηνμαστιγουμενονμαστιγ(ο)·ομεν·ηνμαστιγ(ο)·ομεν·ον
Datμαστιγουμενῃμαστιγουμενῳμαστιγ(ο)·ομεν·ῃμαστιγ(ο)·ομεν·ῳ
Genμαστιγουμενηςμαστιγουμενου[LXX]μαστιγ(ο)·ομεν·ηςμαστιγ(ο)·ομεν·ου
PlVocμαστιγουμεναιμαστιγουμενοιμαστιγουμεναμαστιγ(ο)·ομεν·αιμαστιγ(ο)·ομεν·οιμαστιγ(ο)·ομεν·α
Nom
Accμαστιγουμεναςμαστιγουμενουςμαστιγ(ο)·ομεν·αςμαστιγ(ο)·ομεν·ους
Datμαστιγουμεναιςμαστιγουμενοιςμαστιγ(ο)·ομεν·αιςμαστιγ(ο)·ομεν·οις
Genμαστιγουμενωνμαστιγουμενωνμαστιγ(ο)·ομεν·ωνμαστιγ(ο)·ομεν·ων

Present Participle Athematic

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVoc
Nom
Acc
Dat
Gen
PlVoc
Nom
Acc
Dat
Gen
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVoc
Nom
Acc
Dat
Gen
PlVoc
Nom
Acc
Dat
Gen

Imperfect Indicative Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stεμαστιγουν[LXX]ε·μαστιγ(ο)·ονεμαστιγουμηνε·μαστιγ(ο)·ομην
2ndεμαστιγουςε·μαστιγ(ο)·εςεμαστιγου[LXX]ε·μαστιγ(ο)·ου
3rdεμαστιγου[LXX]ε·μαστιγ(ο)·εεμαστιγουτοε·μαστιγ(ο)·ετο
Pl1stεμαστιγουμενε·μαστιγ(ο)·ομενεμαστιγουμεθαε·μαστιγ(ο)·ομεθα
2ndεμαστιγουτεε·μαστιγ(ο)·ετεεμαστιγουσθεε·μαστιγ(ο)·εσθε
3rdεμαστιγουν[LXX], εμαστιγουσανε·μαστιγ(ο)·ον, ε·μαστιγ(ο)·οσαν altεμαστιγουντοε·μαστιγ(ο)·οντο

Imperfect Indicative Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

2nd Principal Part (Future Active and Middle-Passive) [hide]

Future Indicative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stμαστιγωσωμαστιγω·σωμαστιγωσομαιμαστιγω·σομαι
2ndμαστιγωσειςμαστιγω·σειςμαστιγωσῃ, μαστιγωσει[LXX], μαστιγωσεσαιμαστιγω·σῃ, μαστιγω·σει classical, μαστιγω·σεσαι alt
3rdμαστιγωσει[LXX]μαστιγω·σειμαστιγωσεταιμαστιγω·σεται
Pl1stμαστιγωσομενμαστιγω·σομενμαστιγωσομεθαμαστιγω·σομεθα
2ndμαστιγωσετε[GNT]μαστιγω·σετεμαστιγωσεσθεμαστιγω·σεσθε
3rdμαστιγωσουσιν[GNT][LXX], μαστιγωσουσι[LXX]μαστιγω·σουσι(ν)μαστιγωσονταιμαστιγω·σονται

Future Optative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stμαστιγωσοιμιμαστιγω·σοιμιμαστιγωσοιμηνμαστιγω·σοιμην
2ndμαστιγωσοιςμαστιγω·σοιςμαστιγωσοιομαστιγω·σοιο
3rdμαστιγωσοιμαστιγω·σοιμαστιγωσοιτομαστιγω·σοιτο
Pl1stμαστιγωσοιμενμαστιγω·σοιμενμαστιγωσοιμεθαμαστιγω·σοιμεθα
2ndμαστιγωσοιτεμαστιγω·σοιτεμαστιγωσοισθεμαστιγω·σοισθε
3rdμαστιγωσοιενμαστιγω·σοιενμαστιγωσοιντομαστιγω·σοιντο

Future Infinitive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
μαστιγωσειν​μαστιγω·σειν​μαστιγωσεσθαι​μαστιγω·σεσθαι​

Future Participle

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocμαστιγωσουσαμαστιγωσονμαστιγω·σουσ·αμαστιγω·σο[υ]ν[τ]
Nomμαστιγωσωνμαστιγω·σο[υ]ν[τ]·^
Accμαστιγωσουσανμαστιγωσονταμαστιγω·σουσ·ανμαστιγω·σο[υ]ντ·α
Datμαστιγωσουσῃμαστιγωσοντιμαστιγω·σουσ·ῃμαστιγω·σο[υ]ντ·ι
Genμαστιγωσουσηςμαστιγωσοντοςμαστιγω·σουσ·ηςμαστιγω·σο[υ]ντ·ος
PlVocμαστιγωσουσαιμαστιγωσοντεςμαστιγωσονταμαστιγω·σουσ·αιμαστιγω·σο[υ]ντ·εςμαστιγω·σο[υ]ντ·α
Nom
Accμαστιγωσουσαςμαστιγωσονταςμαστιγω·σουσ·αςμαστιγω·σο[υ]ντ·ας
Datμαστιγωσουσαιςμαστιγωσουσι[LXX], μαστιγωσουσιν[GNT][LXX]μαστιγω·σουσ·αιςμαστιγω·σου[ντ]·σι(ν)
Genμαστιγωσουσωνμαστιγωσοντωνμαστιγω·σουσ·ωνμαστιγω·σο[υ]ντ·ων
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocμαστιγωσομενημαστιγωσομενεμαστιγω·σομεν·ημαστιγω·σομεν·ε
Nomμαστιγωσομενοςμαστιγω·σομεν·ος
Accμαστιγωσομενηνμαστιγωσομενονμαστιγω·σομεν·ηνμαστιγω·σομεν·ον
Datμαστιγωσομενῃμαστιγωσομενῳμαστιγω·σομεν·ῃμαστιγω·σομεν·ῳ
Genμαστιγωσομενηςμαστιγωσομενουμαστιγω·σομεν·ηςμαστιγω·σομεν·ου
PlVocμαστιγωσομεναιμαστιγωσομενοιμαστιγωσομεναμαστιγω·σομεν·αιμαστιγω·σομεν·οιμαστιγω·σομεν·α
Nom
Accμαστιγωσομεναςμαστιγωσομενουςμαστιγω·σομεν·αςμαστιγω·σομεν·ους
Datμαστιγωσομεναιςμαστιγωσομενοιςμαστιγω·σομεν·αιςμαστιγω·σομεν·οις
Genμαστιγωσομενωνμαστιγωσομενωνμαστιγω·σομεν·ωνμαστιγω·σομεν·ων

3rd(a) Principal Part (1st Aorist Active and Middle-Passive) [hide]

1st Aorist Indicative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stεμαστιγωσαε·μαστιγω·σαεμαστιγωσαμηνε·μαστιγω·σαμην
2ndεμαστιγωσας[LXX]ε·μαστιγω·σαςεμαστιγωσωε·μαστιγω·σω
3rdεμαστιγωσεν[GNT][LXX], εμαστιγωσεε·μαστιγω·σε(ν), ε·μαστιγω·σε(ν)εμαστιγωσατοε·μαστιγω·σατο
Pl1stεμαστιγωσαμενε·μαστιγω·σαμενεμαστιγωσαμεθαε·μαστιγω·σαμεθα
2ndεμαστιγωσατεε·μαστιγω·σατεεμαστιγωσασθεε·μαστιγω·σασθε
3rdεμαστιγωσανε·μαστιγω·σανεμαστιγωσαντοε·μαστιγω·σαντο

1st Aorist Subjunctive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stμαστιγωσωμαστιγω·σωμαστιγωσωμαιμαστιγω·σωμαι
2ndμαστιγωσῃςμαστιγω·σῃςμαστιγωσῃμαστιγω·σῃ
3rdμαστιγωσῃμαστιγω·σῃμαστιγωσηταιμαστιγω·σηται
Pl1stμαστιγωσωμενμαστιγω·σωμενμαστιγωσωμεθαμαστιγω·σωμεθα
2ndμαστιγωσητεμαστιγω·σητεμαστιγωσησθεμαστιγω·σησθε
3rdμαστιγωσωσιν, μαστιγωσωσιμαστιγω·σωσι(ν)μαστιγωσωνταιμαστιγω·σωνται

1st Aorist Optative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stμαστιγωσαιμιμαστιγω·σαιμιμαστιγωσαιμηνμαστιγω·σαιμην
2ndμαστιγωσαις, μαστιγωσειαςμαστιγω·σαις, μαστιγω·σειας classicalμαστιγωσαιομαστιγω·σαιο
3rdμαστιγωσαι[GNT][LXX], μαστιγωσειεμαστιγω·σαι, μαστιγω·σειε classicalμαστιγωσαιτομαστιγω·σαιτο
Pl1stμαστιγωσαιμενμαστιγω·σαιμενμαστιγωσαιμεθαμαστιγω·σαιμεθα
2ndμαστιγωσαιτεμαστιγω·σαιτεμαστιγωσαισθεμαστιγω·σαισθε
3rdμαστιγωσαιεν, μαστιγωσαισαν, μαστιγωσειαν, μαστιγωσειενμαστιγω·σαιεν, μαστιγω·σαισαν alt, μαστιγω·σειαν classical, μαστιγω·σειεν classicalμαστιγωσαιντομαστιγω·σαιντο

1st Aorist Imperative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2ndμαστιγωσονμαστιγω·σονμαστιγωσαι[GNT][LXX]μαστιγω·σαι
3rdμαστιγωσατωμαστιγω·σατωμαστιγωσασθωμαστιγω·σασθω
Pl1st
2ndμαστιγωσατεμαστιγω·σατεμαστιγωσασθεμαστιγω·σασθε
3rdμαστιγωσατωσαν, μαστιγωσαντωνμαστιγω·σατωσαν, μαστιγω·σαντων classicalμαστιγωσασθωσαν, μαστιγωσασθωνμαστιγω·σασθωσαν, μαστιγω·σασθων classical

1st Aorist Infinitive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
μαστιγωσαι[GNT][LXX]​μαστιγω·σαιμαστιγωσασθαι​μαστιγω·σασθαι​

1st Aorist Participle

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocμαστιγωσασαμαστιγωσαςμαστιγωσανμαστιγω·σασ·αμαστιγω·σα[ντ]·ςμαστιγω·σαν[τ]
Nom
Accμαστιγωσασανμαστιγωσανταμαστιγω·σασ·ανμαστιγω·σαντ·α
Datμαστιγωσασῃμαστιγωσαντιμαστιγω·σασ·ῃμαστιγω·σαντ·ι
Genμαστιγωσασηςμαστιγωσαντοςμαστιγω·σασ·ηςμαστιγω·σαντ·ος
PlVocμαστιγωσασαιμαστιγωσαντες[GNT]μαστιγωσανταμαστιγω·σασ·αιμαστιγω·σαντ·εςμαστιγω·σαντ·α
Nom
Accμαστιγωσασαςμαστιγωσανταςμαστιγω·σασ·αςμαστιγω·σαντ·ας
Datμαστιγωσασαιςμαστιγωσασι, μαστιγωσασινμαστιγω·σασ·αιςμαστιγω·σα[ντ]·σι(ν)
Genμαστιγωσασωνμαστιγωσαντωνμαστιγω·σασ·ωνμαστιγω·σαντ·ων
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocμαστιγωσαμενημαστιγωσαμενεμαστιγω·σαμεν·ημαστιγω·σαμεν·ε
Nomμαστιγωσαμενοςμαστιγω·σαμεν·ος
Accμαστιγωσαμενηνμαστιγωσαμενονμαστιγω·σαμεν·ηνμαστιγω·σαμεν·ον
Datμαστιγωσαμενῃμαστιγωσαμενῳμαστιγω·σαμεν·ῃμαστιγω·σαμεν·ῳ
Genμαστιγωσαμενηςμαστιγωσαμενουμαστιγω·σαμεν·ηςμαστιγω·σαμεν·ου
PlVocμαστιγωσαμεναιμαστιγωσαμενοιμαστιγωσαμεναμαστιγω·σαμεν·αιμαστιγω·σαμεν·οιμαστιγω·σαμεν·α
Nom
Accμαστιγωσαμεναςμαστιγωσαμενουςμαστιγω·σαμεν·αςμαστιγω·σαμεν·ους
Datμαστιγωσαμεναιςμαστιγωσαμενοιςμαστιγω·σαμεν·αιςμαστιγω·σαμεν·οις
Genμαστιγωσαμενωνμαστιγωσαμενωνμαστιγω·σαμεν·ωνμαστιγω·σαμεν·ων

4th and 5th Principal Parts (Perfect and Pluperfect) [hide]

Perfect Indicative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stμεμαστιγωμαιμεμαστιγω·μαι
2ndμεμαστιγωσαι[LXX]μεμαστιγω·σαι
3rdμεμαστιγωταιμεμαστιγω·ται
Pl1stμεμαστιγωμεθαμεμαστιγω·μεθα
2ndμεμαστιγωσθεμεμαστιγω·σθε
3rdμεμαστιγωνται[LXX]μεμαστιγω·νται

Future Perfect Indicative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stμεμαστιγωσομαιμεμαστιγω·σομαι
2ndμεμαστιγωσῃ, μεμαστιγωσειμεμαστιγω·σῃ, μεμαστιγω·σει classical
3rdμεμαστιγωσεταιμεμαστιγω·σεται
Pl1stμεμαστιγωσομεθαμεμαστιγω·σομεθα
2ndμεμαστιγωσεσθεμεμαστιγω·σεσθε
3rdμεμαστιγωσονταιμεμαστιγω·σονται

Perfect Subjunctive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Perfect Optative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Future Perfect Optative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stμεμαστιγωσοιμηνμεμαστιγω·σοιμην
2ndμεμαστιγωσοιομεμαστιγω·σοιο
3rdμεμαστιγωσοιτομεμαστιγω·σοιτο
Pl1stμεμαστιγωσοιμεθαμεμαστιγω·σοιμεθα
2ndμεμαστιγωσοισθεμεμαστιγω·σοισθε
3rdμεμαστιγωσοιντομεμαστιγω·σοιντο

Perfect Imperative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2ndμεμαστιγωσομεμαστιγω·σο
3rdμεμαστιγωσθωμεμαστιγω·σθω
Pl1st
2ndμεμαστιγωσθεμεμαστιγω·σθε
3rdμεμαστιγωσθωσαν, μεμαστιγωσθωνμεμαστιγω·σθωσαν, μεμαστιγω·σθων classical

Perfect Infinitive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
μεμαστιγωσθαι​μεμαστιγω·σθαι​

Future Perfect Infinitive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
μεμαστιγωσεσθαι​μεμαστιγω·σεσθαι​

Perfect Participle

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVoc
Nom
Acc
Dat
Gen
PlVoc
Nom
Acc
Dat
Gen
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocμεμαστιγωμενημεμαστιγωμενεμεμαστιγω·μεν·ημεμαστιγω·μεν·ε
Nomμεμαστιγωμενος[LXX]μεμαστιγω·μεν·ος
Accμεμαστιγωμενηνμεμαστιγωμενον[LXX]μεμαστιγω·μεν·ηνμεμαστιγω·μεν·ον
Datμεμαστιγωμενῃμεμαστιγωμενῳμεμαστιγω·μεν·ῃμεμαστιγω·μεν·ῳ
Genμεμαστιγωμενηςμεμαστιγωμενουμεμαστιγω·μεν·ηςμεμαστιγω·μεν·ου
PlVocμεμαστιγωμεναιμεμαστιγωμενοιμεμαστιγωμεναμεμαστιγω·μεν·αιμεμαστιγω·μεν·οιμεμαστιγω·μεν·α
Nom
Accμεμαστιγωμεναςμεμαστιγωμενουςμεμαστιγω·μεν·αςμεμαστιγω·μεν·ους
Datμεμαστιγωμεναιςμεμαστιγωμενοιςμεμαστιγω·μεν·αιςμεμαστιγω·μεν·οις
Genμεμαστιγωμενωνμεμαστιγωμενωνμεμαστιγω·μεν·ωνμεμαστιγω·μεν·ων

Pluperfect Indicative Augmented

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stεμεμαστιγωμηνε·μεμαστιγω·μην
2ndεμεμαστιγωσοε·μεμαστιγω·σο
3rdεμεμαστιγωτοε·μεμαστιγω·το
Pl1stεμεμαστιγωμεθαε·μεμαστιγω·μεθα
2ndεμεμαστιγωσθεε·μεμαστιγω·σθε
3rdεμεμαστιγωντοε·μεμαστιγω·ντο

Pluperfect Indicative Unaugmented

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stμεμαστιγωμην[ε]·μεμαστιγω·μην
2ndμεμαστιγωσο[ε]·μεμαστιγω·σο
3rdμεμαστιγωτο[ε]·μεμαστιγω·το
Pl1stμεμαστιγωμεθα[ε]·μεμαστιγω·μεθα
2ndμεμαστιγωσθε[ε]·μεμαστιγω·σθε
3rdμεμαστιγωντο[ε]·μεμαστιγω·ντο

6th Principal Part (θη-Aorist and θη-Future) [hide]

θη-Aorist Indicative [show][hide]

θη-Aorist
InflectionUncontracted
Sg1stεμαστιγωθηνε·μαστιγω·θην
2ndεμαστιγωθηςε·μαστιγω·θης
3rdεμαστιγωθηε·μαστιγω·θη
Pl1stεμαστιγωθημενε·μαστιγω·θημεν
2ndεμαστιγωθητεε·μαστιγω·θητε
3rdεμαστιγωθησαν[LXX]ε·μαστιγω·θησαν

θη-Future Indicative [show][hide]

θη-Future
InflectionUncontracted
Sg1stμαστιγωθησομαιμαστιγω·θησομαι
2ndμαστιγωθησῃ, μαστιγωθησειμαστιγω·θησῃ, μαστιγω·θησει classical
3rdμαστιγωθησεταιμαστιγω·θησεται
Pl1stμαστιγωθησομεθαμαστιγω·θησομεθα
2ndμαστιγωθησεσθεμαστιγω·θησεσθε
3rdμαστιγωθησονται[LXX]μαστιγω·θησονται

θη-Aorist Subjunctive [show][hide]

θη-Aorist
InflectionUncontracted
Sg1stμαστιγωθωμαστιγω·θω
2ndμαστιγωθῃς[LXX]μαστιγω·θῃς
3rdμαστιγωθῃμαστιγω·θῃ
Pl1stμαστιγωθωμενμαστιγω·θωμεν
2ndμαστιγωθητεμαστιγω·θητε
3rdμαστιγωθωσιν, μαστιγωθωσιμαστιγω·θωσι(ν)

θη-Aorist Optative [show][hide]

θη-Aorist
InflectionUncontracted
Sg1stμαστιγωθειηνμαστιγω·θειην
2ndμαστιγωθειηςμαστιγω·θειης
3rdμαστιγωθειημαστιγω·θειη
Pl1stμαστιγωθειημεν, μαστιγωθειμενμαστιγω·θειημεν, μαστιγω·θειμεν classical
2ndμαστιγωθειητε, μαστιγωθειτεμαστιγω·θειητε, μαστιγω·θειτε classical
3rdμαστιγωθειησαν, μαστιγωθειενμαστιγω·θειησαν, μαστιγω·θειεν classical

θη-Future Optative [show][hide]

θη-Future
InflectionUncontracted
Sg1stμαστιγωθησοιμηνμαστιγω·θησοιμην
2ndμαστιγωθησοιομαστιγω·θησοιο
3rdμαστιγωθησοιτομαστιγω·θησοιτο
Pl1stμαστιγωθησοιμεθαμαστιγω·θησοιμεθα
2ndμαστιγωθησοισθεμαστιγω·θησοισθε
3rdμαστιγωθησοιντομαστιγω·θησοιντο

θη-Aorist Imperative [show][hide]

θη-Aorist
InflectionUncontracted
Sg1st
2ndμαστιγωθητιμαστιγω·θητι
3rdμαστιγωθητωμαστιγω·θητω
Pl1st
2ndμαστιγωθητεμαστιγω·θητε
3rdμαστιγωθητωσαν, μαστιγωθεντωνμαστιγω·θητωσαν, μαστιγω·θεντων classical

θη-Aorist Infinitive [show][hide]

θη-Aorist
InflectionUncontracted
μαστιγωθηναι​μαστιγω·θηναι​

θη-Future Infinitive [show][hide]

θη-Future
InflectionUncontracted
μαστιγωθησεσθαι​μαστιγω·θησεσθαι​

θη-Aorist Participle [show][hide]

θη-Aorist
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocμαστιγωθεισαμαστιγωθεις[LXX]μαστιγωθενμαστιγω·θεισ·αμαστιγω·θει[ντ]·ςμαστιγω·θε[ι]ν[τ]
Nom
Accμαστιγωθεισανμαστιγωθενταμαστιγω·θεισ·ανμαστιγω·θε[ι]ντ·α
Datμαστιγωθεισῃμαστιγωθεντιμαστιγω·θεισ·ῃμαστιγω·θε[ι]ντ·ι
Genμαστιγωθεισηςμαστιγωθεντοςμαστιγω·θεισ·ηςμαστιγω·θε[ι]ντ·ος
PlVocμαστιγωθεισαιμαστιγωθεντεςμαστιγωθενταμαστιγω·θεισ·αιμαστιγω·θε[ι]ντ·εςμαστιγω·θε[ι]ντ·α
Nom
Accμαστιγωθεισαςμαστιγωθενταςμαστιγω·θεισ·αςμαστιγω·θε[ι]ντ·ας
Datμαστιγωθεισαιςμαστιγωθεισι, μαστιγωθεισινμαστιγω·θεισ·αιςμαστιγω·θει[ντ]·σι(ν)
Genμαστιγωθεισωνμαστιγωθεντωνμαστιγω·θεισ·ωνμαστιγω·θε[ι]ντ·ων

θη-Future Participle [show][hide]

θη-Future
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocμαστιγωθησομενημαστιγωθησομενεμαστιγω·θησομεν·ημαστιγω·θησομεν·ε
Nomμαστιγωθησομενοςμαστιγω·θησομεν·ος
Accμαστιγωθησομενηνμαστιγωθησομενονμαστιγω·θησομεν·ηνμαστιγω·θησομεν·ον
Datμαστιγωθησομενῃμαστιγωθησομενῳμαστιγω·θησομεν·ῃμαστιγω·θησομεν·ῳ
Genμαστιγωθησομενηςμαστιγωθησομενουμαστιγω·θησομεν·ηςμαστιγω·θησομεν·ου
PlVocμαστιγωθησομεναιμαστιγωθησομενοιμαστιγωθησομεναμαστιγω·θησομεν·αιμαστιγω·θησομεν·οιμαστιγω·θησομεν·α
Nom
Accμαστιγωθησομεναςμαστιγωθησομενουςμαστιγω·θησομεν·αςμαστιγω·θησομεν·ους
Datμαστιγωθησομεναιςμαστιγωθησομενοιςμαστιγω·θησομεν·αιςμαστιγω·θησομεν·οις
Genμαστιγωθησομενωνμαστιγωθησομενωνμαστιγω·θησομεν·ωνμαστιγω·θησομεν·ων

Copyright 2007-2024 Thomas Moore, Email: acct3 at katabiblon.com, Support Forum Set Local Timezone
Thursday, 28-Mar-2024 19:35:43 EDT