δολοω • DOLOW • doloō

Search: εδολωσεν

MatchLemmaUncontracted Form(s)Parsing
εδολωσενδολόωε·δολω·σε(ν)1aor act ind 3rd sg

δολόω (δολ(ο)-, -, δολω·σ-, -, -, -)

Verb

Not all forms below are necessarily attested. Highlighted words may or may not be a match to the GNT or LXX, if another word also inflects the same way.

1st Principal Part (Present and Imperfect) [hide]

Present Indicative Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stδολωδολ(ο)·ωδολουμαιδολ(ο)·ομαι
2ndδολοιςδολ(ο)·ειςδολοι, δολουσαιδολ(ο)·ῃ, δολ(ο)·ει classical, δολ(ο)·εσαι alt
3rdδολοιδολ(ο)·ειδολουταιδολ(ο)·εται
Pl1stδολουμενδολ(ο)·ομενδολουμεθαδολ(ο)·ομεθα
2ndδολουτεδολ(ο)·ετεδολουσθεδολ(ο)·εσθε
3rdδολουσιν, δολουσιδολ(ο)·ουσι(ν)δολουνταιδολ(ο)·ονται

Present Indicative Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Present Subjunctive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stδολωδολ(ο)·ωδολωμαιδολ(ο)·ωμαι
2ndδολοιςδολ(ο)·ῃςδολοιδολ(ο)·ῃ
3rdδολοιδολ(ο)·ῃδολωταιδολ(ο)·ηται
Pl1stδολωμενδολ(ο)·ωμενδολωμεθαδολ(ο)·ωμεθα
2ndδολωτεδολ(ο)·ητεδολωσθεδολ(ο)·ησθε
3rdδολωσιν, δολωσιδολ(ο)·ωσι(ν)δολωνταιδολ(ο)·ωνται

Present Optative Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stδολοιμιδολ(ο)·οιμιδολοιμηνδολ(ο)·οιμην
2ndδολοιςδολ(ο)·οιςδολοιοδολ(ο)·οιο
3rdδολοιδολ(ο)·οιδολοιτοδολ(ο)·οιτο
Pl1stδολοιμενδολ(ο)·οιμενδολοιμεθαδολ(ο)·οιμεθα
2ndδολοιτεδολ(ο)·οιτεδολοισθεδολ(ο)·οισθε
3rdδολοιεν, δολοισανδολ(ο)·οιεν, δολ(ο)·οισαν altδολοιντοδολ(ο)·οιντο

Present Optative Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Present Imperative Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2ndδολου[GNT][LXX]δολ(ο)·εδολου[GNT][LXX]δολ(ο)·ου
3rdδολουτωδολ(ο)·ετωδολουσθωδολ(ο)·εσθω
Pl1st
2ndδολουτεδολ(ο)·ετεδολουσθεδολ(ο)·εσθε
3rdδολουτωσαν, δολουντωνδολ(ο)·ετωσαν, δολ(ο)·οντων classicalδολουσθωσαν, δολουσθωνδολ(ο)·εσθωσαν, δολ(ο)·εσθων classical

Present Imperative Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Present Infinitive Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
δολουν​δολ(ο)·ειν​δολουσθαι​δολ(ο)·εσθαι​

Present Infinitive Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted

Present Participle Thematic

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocδολουσαδολουνδολ(ο)·ουσ·αδολ(ο)·ο[υ]ν[τ]
Nomδολωνδολ(ο)·ο[υ]ν[τ]·^
Accδολουσανδολουνταδολ(ο)·ουσ·ανδολ(ο)·ο[υ]ντ·α
Datδολουσῃδολουντιδολ(ο)·ουσ·ῃδολ(ο)·ο[υ]ντ·ι
Genδολουσηςδολουντοςδολ(ο)·ουσ·ηςδολ(ο)·ο[υ]ντ·ος
PlVocδολουσαιδολουντες[GNT]δολουνταδολ(ο)·ουσ·αιδολ(ο)·ο[υ]ντ·εςδολ(ο)·ο[υ]ντ·α
Nom
Accδολουσαςδολουνταςδολ(ο)·ουσ·αςδολ(ο)·ο[υ]ντ·ας
Datδολουσαιςδολουσι, δολουσινδολ(ο)·ουσ·αιςδολ(ο)·ου[ντ]·σι(ν)
Genδολουσωνδολουντωνδολ(ο)·ουσ·ωνδολ(ο)·ο[υ]ντ·ων
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocδολουμενηδολουμενεδολ(ο)·ομεν·ηδολ(ο)·ομεν·ε
Nomδολουμενοςδολ(ο)·ομεν·ος
Accδολουμενηνδολουμενονδολ(ο)·ομεν·ηνδολ(ο)·ομεν·ον
Datδολουμενῃδολουμενῳδολ(ο)·ομεν·ῃδολ(ο)·ομεν·ῳ
Genδολουμενηςδολουμενουδολ(ο)·ομεν·ηςδολ(ο)·ομεν·ου
PlVocδολουμεναιδολουμενοιδολουμεναδολ(ο)·ομεν·αιδολ(ο)·ομεν·οιδολ(ο)·ομεν·α
Nom
Accδολουμεναςδολουμενουςδολ(ο)·ομεν·αςδολ(ο)·ομεν·ους
Datδολουμεναιςδολουμενοιςδολ(ο)·ομεν·αιςδολ(ο)·ομεν·οις
Genδολουμενωνδολουμενωνδολ(ο)·ομεν·ωνδολ(ο)·ομεν·ων

Present Participle Athematic

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVoc
Nom
Acc
Dat
Gen
PlVoc
Nom
Acc
Dat
Gen
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVoc
Nom
Acc
Dat
Gen
PlVoc
Nom
Acc
Dat
Gen

Imperfect Indicative Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stεδολουνε·δολ(ο)·ονεδολουμηνε·δολ(ο)·ομην
2ndεδολουςε·δολ(ο)·εςεδολουε·δολ(ο)·ου
3rdεδολουε·δολ(ο)·εεδολουτοε·δολ(ο)·ετο
Pl1stεδολουμενε·δολ(ο)·ομενεδολουμεθαε·δολ(ο)·ομεθα
2ndεδολουτεε·δολ(ο)·ετεεδολουσθεε·δολ(ο)·εσθε
3rdεδολουν, εδολουσανε·δολ(ο)·ον, ε·δολ(ο)·οσαν altεδολουντοε·δολ(ο)·οντο

Imperfect Indicative Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

3rd(a) Principal Part (1st Aorist Active and Middle-Passive) [hide]

1st Aorist Indicative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stεδολωσαε·δολω·σαεδολωσαμηνε·δολω·σαμην
2ndεδολωσαςε·δολω·σαςεδολωσωε·δολω·σω
3rdεδολωσεν[LXX], εδολωσεε·δολω·σε(ν), ε·δολω·σε(ν)εδολωσατοε·δολω·σατο
Pl1stεδολωσαμενε·δολω·σαμενεδολωσαμεθαε·δολω·σαμεθα
2ndεδολωσατεε·δολω·σατεεδολωσασθεε·δολω·σασθε
3rdεδολωσανε·δολω·σανεδολωσαντοε·δολω·σαντο

1st Aorist Subjunctive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stδολωσωδολω·σωδολωσωμαιδολω·σωμαι
2ndδολωσῃςδολω·σῃςδολωσῃδολω·σῃ
3rdδολωσῃδολω·σῃδολωσηταιδολω·σηται
Pl1stδολωσωμενδολω·σωμενδολωσωμεθαδολω·σωμεθα
2ndδολωσητεδολω·σητεδολωσησθεδολω·σησθε
3rdδολωσωσιν, δολωσωσιδολω·σωσι(ν)δολωσωνταιδολω·σωνται

1st Aorist Optative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stδολωσαιμιδολω·σαιμιδολωσαιμηνδολω·σαιμην
2ndδολωσαις, δολωσειαςδολω·σαις, δολω·σειας classicalδολωσαιοδολω·σαιο
3rdδολωσαι, δολωσειεδολω·σαι, δολω·σειε classicalδολωσαιτοδολω·σαιτο
Pl1stδολωσαιμενδολω·σαιμενδολωσαιμεθαδολω·σαιμεθα
2ndδολωσαιτεδολω·σαιτεδολωσαισθεδολω·σαισθε
3rdδολωσαιεν, δολωσαισαν, δολωσειαν, δολωσειενδολω·σαιεν, δολω·σαισαν alt, δολω·σειαν classical, δολω·σειεν classicalδολωσαιντοδολω·σαιντο

1st Aorist Imperative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2ndδολωσονδολω·σονδολωσαιδολω·σαι
3rdδολωσατωδολω·σατωδολωσασθωδολω·σασθω
Pl1st
2ndδολωσατεδολω·σατεδολωσασθεδολω·σασθε
3rdδολωσατωσαν, δολωσαντωνδολω·σατωσαν, δολω·σαντων classicalδολωσασθωσαν, δολωσασθωνδολω·σασθωσαν, δολω·σασθων classical

1st Aorist Infinitive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
δολωσαι​δολω·σαι​δολωσασθαι​δολω·σασθαι​

1st Aorist Participle

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocδολωσασαδολωσαςδολωσανδολω·σασ·αδολω·σα[ντ]·ςδολω·σαν[τ]
Nom
Accδολωσασανδολωσανταδολω·σασ·ανδολω·σαντ·α
Datδολωσασῃδολωσαντιδολω·σασ·ῃδολω·σαντ·ι
Genδολωσασηςδολωσαντοςδολω·σασ·ηςδολω·σαντ·ος
PlVocδολωσασαιδολωσαντεςδολωσανταδολω·σασ·αιδολω·σαντ·εςδολω·σαντ·α
Nom
Accδολωσασαςδολωσανταςδολω·σασ·αςδολω·σαντ·ας
Datδολωσασαιςδολωσασι, δολωσασινδολω·σασ·αιςδολω·σα[ντ]·σι(ν)
Genδολωσασωνδολωσαντωνδολω·σασ·ωνδολω·σαντ·ων
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocδολωσαμενηδολωσαμενεδολω·σαμεν·ηδολω·σαμεν·ε
Nomδολωσαμενοςδολω·σαμεν·ος
Accδολωσαμενηνδολωσαμενονδολω·σαμεν·ηνδολω·σαμεν·ον
Datδολωσαμενῃδολωσαμενῳδολω·σαμεν·ῃδολω·σαμεν·ῳ
Genδολωσαμενηςδολωσαμενουδολω·σαμεν·ηςδολω·σαμεν·ου
PlVocδολωσαμεναιδολωσαμενοιδολωσαμεναδολω·σαμεν·αιδολω·σαμεν·οιδολω·σαμεν·α
Nom
Accδολωσαμεναςδολωσαμενουςδολω·σαμεν·αςδολω·σαμεν·ους
Datδολωσαμεναιςδολωσαμενοιςδολω·σαμεν·αιςδολω·σαμεν·οις
Genδολωσαμενωνδολωσαμενωνδολω·σαμεν·ωνδολω·σαμεν·ων

Copyright 2007-2024 Thomas Moore, Email: acct3 at katabiblon.com, Support Forum Set Local Timezone
Thursday, 25-Apr-2024 08:41:54 EDT