δογματιζω • DOGMATIZW • dogmatizō

Search: εδογματισαν

MatchLemmaUncontracted Form(s)Parsing
εδογματισανδογματίζωε·δογματι·σαν1aor act ind 3rd pl

δογματίζω (δογματιζ-, -, δογματι·σ-, δεδογματι·κ-, δεδογματισ-, δογματισ·θ-)

Verb

Not all forms below are necessarily attested. Highlighted words may or may not be a match to the GNT or LXX, if another word also inflects the same way.

1st Principal Part (Present and Imperfect) [hide]

Present Indicative Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stδογματιζωδογματιζ·ωδογματιζομαιδογματιζ·ομαι
2ndδογματιζειςδογματιζ·ειςδογματιζῃ, δογματιζει, δογματιζεσαιδογματιζ·ῃ, δογματιζ·ει classical, δογματιζ·εσαι alt
3rdδογματιζειδογματιζ·ειδογματιζεται[LXX]δογματιζ·εται
Pl1stδογματιζομενδογματιζ·ομενδογματιζομεθαδογματιζ·ομεθα
2ndδογματιζετεδογματιζ·ετεδογματιζεσθε[GNT]δογματιζ·εσθε
3rdδογματιζουσιν, δογματιζουσιδογματιζ·ουσι(ν)δογματιζονταιδογματιζ·ονται

Present Indicative Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Present Subjunctive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stδογματιζωδογματιζ·ωδογματιζωμαιδογματιζ·ωμαι
2ndδογματιζῃςδογματιζ·ῃςδογματιζῃδογματιζ·ῃ
3rdδογματιζῃδογματιζ·ῃδογματιζηταιδογματιζ·ηται
Pl1stδογματιζωμενδογματιζ·ωμενδογματιζωμεθαδογματιζ·ωμεθα
2ndδογματιζητεδογματιζ·ητεδογματιζησθεδογματιζ·ησθε
3rdδογματιζωσιν, δογματιζωσιδογματιζ·ωσι(ν)δογματιζωνταιδογματιζ·ωνται

Present Optative Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stδογματιζοιμιδογματιζ·οιμιδογματιζοιμηνδογματιζ·οιμην
2ndδογματιζοιςδογματιζ·οιςδογματιζοιοδογματιζ·οιο
3rdδογματιζοιδογματιζ·οιδογματιζοιτοδογματιζ·οιτο
Pl1stδογματιζοιμενδογματιζ·οιμενδογματιζοιμεθαδογματιζ·οιμεθα
2ndδογματιζοιτεδογματιζ·οιτεδογματιζοισθεδογματιζ·οισθε
3rdδογματιζοιεν, δογματιζοισανδογματιζ·οιεν, δογματιζ·οισαν altδογματιζοιντοδογματιζ·οιντο

Present Optative Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Present Imperative Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2ndδογματιζεδογματιζ·εδογματιζουδογματιζ·ου
3rdδογματιζετωδογματιζ·ετωδογματιζεσθωδογματιζ·εσθω
Pl1st
2ndδογματιζετεδογματιζ·ετεδογματιζεσθε[GNT]δογματιζ·εσθε
3rdδογματιζετωσαν, δογματιζοντωνδογματιζ·ετωσαν, δογματιζ·οντων classicalδογματιζεσθωσαν, δογματιζεσθωνδογματιζ·εσθωσαν, δογματιζ·εσθων classical

Present Imperative Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Present Infinitive Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
δογματιζειν​δογματιζ·ειν​δογματιζεσθαι​δογματιζ·εσθαι​

Present Infinitive Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted

Present Participle Thematic

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocδογματιζουσαδογματιζονδογματιζ·ουσ·αδογματιζ·ο[υ]ν[τ]
Nomδογματιζωνδογματιζ·ο[υ]ν[τ]·^
Accδογματιζουσανδογματιζονταδογματιζ·ουσ·ανδογματιζ·ο[υ]ντ·α
Datδογματιζουσῃδογματιζοντιδογματιζ·ουσ·ῃδογματιζ·ο[υ]ντ·ι
Genδογματιζουσηςδογματιζοντοςδογματιζ·ουσ·ηςδογματιζ·ο[υ]ντ·ος
PlVocδογματιζουσαιδογματιζοντεςδογματιζονταδογματιζ·ουσ·αιδογματιζ·ο[υ]ντ·εςδογματιζ·ο[υ]ντ·α
Nom
Accδογματιζουσαςδογματιζονταςδογματιζ·ουσ·αςδογματιζ·ο[υ]ντ·ας
Datδογματιζουσαιςδογματιζουσι, δογματιζουσινδογματιζ·ουσ·αιςδογματιζ·ου[ντ]·σι(ν)
Genδογματιζουσωνδογματιζοντωνδογματιζ·ουσ·ωνδογματιζ·ο[υ]ντ·ων
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocδογματιζομενηδογματιζομενεδογματιζ·ομεν·ηδογματιζ·ομεν·ε
Nomδογματιζομενοςδογματιζ·ομεν·ος
Accδογματιζομενηνδογματιζομενονδογματιζ·ομεν·ηνδογματιζ·ομεν·ον
Datδογματιζομενῃδογματιζομενῳδογματιζ·ομεν·ῃδογματιζ·ομεν·ῳ
Genδογματιζομενηςδογματιζομενουδογματιζ·ομεν·ηςδογματιζ·ομεν·ου
PlVocδογματιζομεναιδογματιζομενοιδογματιζομεναδογματιζ·ομεν·αιδογματιζ·ομεν·οιδογματιζ·ομεν·α
Nom
Accδογματιζομεναςδογματιζομενουςδογματιζ·ομεν·αςδογματιζ·ομεν·ους
Datδογματιζομεναιςδογματιζομενοιςδογματιζ·ομεν·αιςδογματιζ·ομεν·οις
Genδογματιζομενωνδογματιζομενωνδογματιζ·ομεν·ωνδογματιζ·ομεν·ων

Present Participle Athematic

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVoc
Nom
Acc
Dat
Gen
PlVoc
Nom
Acc
Dat
Gen
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVoc
Nom
Acc
Dat
Gen
PlVoc
Nom
Acc
Dat
Gen

Imperfect Indicative Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stεδογματιζονε·δογματιζ·ονεδογματιζομηνε·δογματιζ·ομην
2ndεδογματιζεςε·δογματιζ·εςεδογματιζουε·δογματιζ·ου
3rdεδογματιζεν, εδογματιζεε·δογματιζ·ε(ν)εδογματιζετοε·δογματιζ·ετο
Pl1stεδογματιζομενε·δογματιζ·ομενεδογματιζομεθαε·δογματιζ·ομεθα
2ndεδογματιζετεε·δογματιζ·ετεεδογματιζεσθεε·δογματιζ·εσθε
3rdεδογματιζον, εδογματιζοσανε·δογματιζ·ον, ε·δογματιζ·οσαν altεδογματιζοντοε·δογματιζ·οντο

Imperfect Indicative Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

3rd(a) Principal Part (1st Aorist Active and Middle-Passive) [hide]

1st Aorist Indicative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stεδογματισαε·δογματι·σαεδογματισαμηνε·δογματι·σαμην
2ndεδογματισαςε·δογματι·σαςεδογματισωε·δογματι·σω
3rdεδογματισεν, εδογματισεε·δογματι·σε(ν)εδογματισατοε·δογματι·σατο
Pl1stεδογματισαμενε·δογματι·σαμενεδογματισαμεθαε·δογματι·σαμεθα
2ndεδογματισατεε·δογματι·σατεεδογματισασθεε·δογματι·σασθε
3rdεδογματισαν[LXX]ε·δογματι·σανεδογματισαντοε·δογματι·σαντο

1st Aorist Subjunctive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stδογματισωδογματι·σωδογματισωμαιδογματι·σωμαι
2ndδογματισῃςδογματι·σῃςδογματισῃδογματι·σῃ
3rdδογματισῃδογματι·σῃδογματισηταιδογματι·σηται
Pl1stδογματισωμενδογματι·σωμενδογματισωμεθαδογματι·σωμεθα
2ndδογματισητεδογματι·σητεδογματισησθεδογματι·σησθε
3rdδογματισωσιν, δογματισωσιδογματι·σωσι(ν)δογματισωνταιδογματι·σωνται

1st Aorist Optative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stδογματισαιμιδογματι·σαιμιδογματισαιμηνδογματι·σαιμην
2ndδογματισαις, δογματισειαςδογματι·σαις, δογματι·σειας classicalδογματισαιοδογματι·σαιο
3rdδογματισαι, δογματισειεδογματι·σαι, δογματι·σειε classicalδογματισαιτοδογματι·σαιτο
Pl1stδογματισαιμενδογματι·σαιμενδογματισαιμεθαδογματι·σαιμεθα
2ndδογματισαιτεδογματι·σαιτεδογματισαισθεδογματι·σαισθε
3rdδογματισαιεν, δογματισαισαν, δογματισειαν, δογματισειενδογματι·σαιεν, δογματι·σαισαν alt, δογματι·σειαν classical, δογματι·σειεν classicalδογματισαιντοδογματι·σαιντο

1st Aorist Imperative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2ndδογματισονδογματι·σονδογματισαιδογματι·σαι
3rdδογματισατω[LXX]δογματι·σατωδογματισασθωδογματι·σασθω
Pl1st
2ndδογματισατεδογματι·σατεδογματισασθεδογματι·σασθε
3rdδογματισατωσαν, δογματισαντωνδογματι·σατωσαν, δογματι·σαντων classicalδογματισασθωσαν, δογματισασθωνδογματι·σασθωσαν, δογματι·σασθων classical

1st Aorist Infinitive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
δογματισαι​δογματι·σαι​δογματισασθαι​δογματι·σασθαι​

1st Aorist Participle

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocδογματισασαδογματισαςδογματισανδογματι·σασ·αδογματι·σα[ντ]·ςδογματι·σαν[τ]
Nom
Accδογματισασανδογματισανταδογματι·σασ·ανδογματι·σαντ·α
Datδογματισασῃδογματισαντιδογματι·σασ·ῃδογματι·σαντ·ι
Genδογματισασηςδογματισαντοςδογματι·σασ·ηςδογματι·σαντ·ος
PlVocδογματισασαιδογματισαντεςδογματισανταδογματι·σασ·αιδογματι·σαντ·εςδογματι·σαντ·α
Nom
Accδογματισασαςδογματισανταςδογματι·σασ·αςδογματι·σαντ·ας
Datδογματισασαιςδογματισασι, δογματισασινδογματι·σασ·αιςδογματι·σα[ντ]·σι(ν)
Genδογματισασωνδογματισαντωνδογματι·σασ·ωνδογματι·σαντ·ων
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocδογματισαμενηδογματισαμενεδογματι·σαμεν·ηδογματι·σαμεν·ε
Nomδογματισαμενοςδογματι·σαμεν·ος
Accδογματισαμενηνδογματισαμενονδογματι·σαμεν·ηνδογματι·σαμεν·ον
Datδογματισαμενῃδογματισαμενῳδογματι·σαμεν·ῃδογματι·σαμεν·ῳ
Genδογματισαμενηςδογματισαμενουδογματι·σαμεν·ηςδογματι·σαμεν·ου
PlVocδογματισαμεναιδογματισαμενοιδογματισαμεναδογματι·σαμεν·αιδογματι·σαμεν·οιδογματι·σαμεν·α
Nom
Accδογματισαμεναςδογματισαμενουςδογματι·σαμεν·αςδογματι·σαμεν·ους
Datδογματισαμεναιςδογματισαμενοιςδογματι·σαμεν·αιςδογματι·σαμεν·οις
Genδογματισαμενωνδογματισαμενωνδογματι·σαμεν·ωνδογματι·σαμεν·ων

4th and 5th Principal Parts (Perfect and Pluperfect) [hide]

Perfect Indicative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stδεδογματικα[LXX]δεδογματι·καδεδογματισμαιδεδογματισ·μαι
2ndδεδογματικας, δεδογματικεςδεδογματι·κας, δεδογματι·κες altδεδογματισαιδεδογματισ·[σ]αι
3rdδεδογματικεν, δεδογματικεδεδογματι·κε(ν)δεδογματισταιδεδογματισ·ται
Pl1stδεδογματικαμενδεδογματι·καμενδεδογματισμεθαδεδογματισ·μεθα
2ndδεδογματικατεδεδογματι·κατεδεδογματισθεδεδογματισ·[σ]θε
3rdδεδογματικασιν, δεδογματικασι, δεδογματικανδεδογματι·κασι(ν), δεδογματι·καν altδεδογματιδαταιδεδογματισ·νται

Future Perfect Indicative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stδεδογματισομαιδεδογματισ·[σ]ομαι
2ndδεδογματισῃ, δεδογματισειδεδογματισ·[σ]ῃ, δεδογματισ·[σ]ει classical
3rdδεδογματισεταιδεδογματισ·[σ]εται
Pl1stδεδογματισομεθαδεδογματισ·[σ]ομεθα
2ndδεδογματισεσθεδεδογματισ·[σ]εσθε
3rdδεδογματισονταιδεδογματισ·[σ]ονται

Perfect Subjunctive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stδεδογματικωδεδογματι·κω
2ndδεδογματικῃςδεδογματι·κῃς
3rdδεδογματικῃδεδογματι·κῃ
Pl1stδεδογματικωμενδεδογματι·κωμεν
2ndδεδογματικητεδεδογματι·κητε
3rdδεδογματικωσιν, δεδογματικωσιδεδογματι·κωσι(ν)

Perfect Optative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stδεδογματικοιμι, δεδογματικοιηνδεδογματι·κοιμι, δεδογματι·κοιην classical
2ndδεδογματικοις, δεδογματικοιηςδεδογματι·κοις, δεδογματι·κοιης classical
3rdδεδογματικοι, δεδογματικοιηδεδογματι·κοι, δεδογματι·κοιη classical
Pl1stδεδογματικοιμενδεδογματι·κοιμεν
2ndδεδογματικοιτεδεδογματι·κοιτε
3rdδεδογματικοιενδεδογματι·κοιεν

Future Perfect Optative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stδεδογματισοιμηνδεδογματισ·[σ]οιμην
2ndδεδογματισοιοδεδογματισ·[σ]οιο
3rdδεδογματισοιτοδεδογματισ·[σ]οιτο
Pl1stδεδογματισοιμεθαδεδογματισ·[σ]οιμεθα
2ndδεδογματισοισθεδεδογματισ·[σ]οισθε
3rdδεδογματισοιντοδεδογματισ·[σ]οιντο

Perfect Imperative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2ndδεδογματικεδεδογματι·κεδεδογματισοδεδογματισ·[σ]ο
3rdδεδογματικετωδεδογματι·κετωδεδογματισθωδεδογματισ·[σ]θω
Pl1st
2ndδεδογματικετεδεδογματι·κετεδεδογματισθεδεδογματισ·[σ]θε
3rdδεδογματικετωσανδεδογματι·κετωσανδεδογματισθωσαν, δεδογματισθωνδεδογματισ·[σ]θωσαν, δεδογματισ·[σ]θων classical

Perfect Infinitive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
δεδογματικεναι​δεδογματι·κεναι​δεδογματισθαι​δεδογματισ·[σ]θαι​

Future Perfect Infinitive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
δεδογματισεσθαι​δεδογματισ·[σ]εσθαι​

Perfect Participle

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocδεδογματικυιαδεδογματικοςδεδογματι·κυι·αδεδογματι·κο[τ]·ς
Nomδεδογματικωςδεδογματι·κο[τ]·^ς
Accδεδογματικυιανδεδογματικοταδεδογματι·κυι·ανδεδογματι·κοτ·α
Datδεδογματικυιᾳδεδογματικοτιδεδογματι·κυι·ᾳδεδογματι·κοτ·ι
Genδεδογματικυιαςδεδογματικοτοςδεδογματι·κυι·αςδεδογματι·κοτ·ος
PlVocδεδογματικυιαιδεδογματικοτεςδεδογματικοταδεδογματι·κυι·αιδεδογματι·κοτ·εςδεδογματι·κοτ·α
Nom
Accδεδογματικυιαςδεδογματικοταςδεδογματι·κυι·αςδεδογματι·κοτ·ας
Datδεδογματικυιαιςδεδογματικοσι, δεδογματικοσινδεδογματι·κυι·αιςδεδογματι·κο[τ]·σι(ν)
Genδεδογματικυιωνδεδογματικοτωνδεδογματι·κυι·ωνδεδογματι·κοτ·ων
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocδεδογματισμενηδεδογματισμενεδεδογματισ·μεν·ηδεδογματισ·μεν·ε
Nomδεδογματισμενοςδεδογματισ·μεν·ος
Accδεδογματισμενηνδεδογματισμενον[LXX]δεδογματισ·μεν·ηνδεδογματισ·μεν·ον
Datδεδογματισμενῃδεδογματισμενῳδεδογματισ·μεν·ῃδεδογματισ·μεν·ῳ
Genδεδογματισμενηςδεδογματισμενουδεδογματισ·μεν·ηςδεδογματισ·μεν·ου
PlVocδεδογματισμεναιδεδογματισμενοιδεδογματισμεναδεδογματισ·μεν·αιδεδογματισ·μεν·οιδεδογματισ·μεν·α
Nom
Accδεδογματισμεναςδεδογματισμενουςδεδογματισ·μεν·αςδεδογματισ·μεν·ους
Datδεδογματισμεναιςδεδογματισμενοιςδεδογματισ·μεν·αιςδεδογματισ·μεν·οις
Genδεδογματισμενωνδεδογματισμενωνδεδογματισ·μεν·ωνδεδογματισ·μεν·ων

Pluperfect Indicative Augmented

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stεδεδογματικειν, εδεδογματικηε·δεδογματι·κειν, ε·δεδογματι·κη classicalεδεδογματισμηνε·δεδογματισ·μην
2ndεδεδογματικεις, εδεδογματικηςε·δεδογματι·κεις, ε·δεδογματι·κης classicalεδεδογματισοε·δεδογματισ·[σ]ο
3rdεδεδογματικειε·δεδογματι·κειεδεδογματιστοε·δεδογματισ·το
Pl1stεδεδογματικειμεν, εδεδογματικεμενε·δεδογματι·κειμεν, ε·δεδογματι·κεμεν classicalεδεδογματισμεθαε·δεδογματισ·μεθα
2ndεδεδογματικειτε, εδεδογματικετεε·δεδογματι·κειτε, ε·δεδογματι·κετε classicalεδεδογματισθεε·δεδογματισ·[σ]θε
3rdεδεδογματικεισαν, εδεδογματικεσανε·δεδογματι·κεισαν, ε·δεδογματι·κεσαν classicalεδεδογματιδατοε·δεδογματισ·ντο

Pluperfect Indicative Unaugmented

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stδεδογματικειν, δεδογματικη[ε]·δεδογματι·κειν, [ε]·δεδογματι·κη classicalδεδογματισμην[ε]·δεδογματισ·μην
2ndδεδογματικεις, δεδογματικης[ε]·δεδογματι·κεις, [ε]·δεδογματι·κης classicalδεδογματισο[ε]·δεδογματισ·[σ]ο
3rdδεδογματικει[ε]·δεδογματι·κειδεδογματιστο[ε]·δεδογματισ·το
Pl1stδεδογματικειμεν, δεδογματικεμεν[ε]·δεδογματι·κειμεν, [ε]·δεδογματι·κεμεν classicalδεδογματισμεθα[ε]·δεδογματισ·μεθα
2ndδεδογματικειτε, δεδογματικετε[ε]·δεδογματι·κειτε, [ε]·δεδογματι·κετε classicalδεδογματισθε[ε]·δεδογματισ·[σ]θε
3rdδεδογματικεισαν, δεδογματικεσαν[ε]·δεδογματι·κεισαν, [ε]·δεδογματι·κεσαν classicalδεδογματιδατο[ε]·δεδογματισ·ντο

6th Principal Part (θη-Aorist and θη-Future) [hide]

θη-Aorist Indicative [show][hide]

θη-Aorist
InflectionUncontracted
Sg1stεδογματισθηνε·δογματισ·θην
2ndεδογματισθηςε·δογματισ·θης
3rdεδογματισθη[LXX]ε·δογματισ·θη
Pl1stεδογματισθημενε·δογματισ·θημεν
2ndεδογματισθητεε·δογματισ·θητε
3rdεδογματισθησανε·δογματισ·θησαν

θη-Future Indicative [show][hide]

θη-Future
InflectionUncontracted
Sg1stδογματισθησομαιδογματισ·θησομαι
2ndδογματισθησῃ, δογματισθησειδογματισ·θησῃ, δογματισ·θησει classical
3rdδογματισθησεταιδογματισ·θησεται
Pl1stδογματισθησομεθαδογματισ·θησομεθα
2ndδογματισθησεσθεδογματισ·θησεσθε
3rdδογματισθησονταιδογματισ·θησονται

θη-Aorist Subjunctive [show][hide]

θη-Aorist
InflectionUncontracted
Sg1stδογματισθωδογματισ·θω
2ndδογματισθῃςδογματισ·θῃς
3rdδογματισθῃδογματισ·θῃ
Pl1stδογματισθωμενδογματισ·θωμεν
2ndδογματισθητεδογματισ·θητε
3rdδογματισθωσιν, δογματισθωσιδογματισ·θωσι(ν)

θη-Aorist Optative [show][hide]

θη-Aorist
InflectionUncontracted
Sg1stδογματισθειηνδογματισ·θειην
2ndδογματισθειηςδογματισ·θειης
3rdδογματισθειηδογματισ·θειη
Pl1stδογματισθειημεν, δογματισθειμενδογματισ·θειημεν, δογματισ·θειμεν classical
2ndδογματισθειητε, δογματισθειτεδογματισ·θειητε, δογματισ·θειτε classical
3rdδογματισθειησαν, δογματισθειενδογματισ·θειησαν, δογματισ·θειεν classical

θη-Future Optative [show][hide]

θη-Future
InflectionUncontracted
Sg1stδογματισθησοιμηνδογματισ·θησοιμην
2ndδογματισθησοιοδογματισ·θησοιο
3rdδογματισθησοιτοδογματισ·θησοιτο
Pl1stδογματισθησοιμεθαδογματισ·θησοιμεθα
2ndδογματισθησοισθεδογματισ·θησοισθε
3rdδογματισθησοιντοδογματισ·θησοιντο

θη-Aorist Imperative [show][hide]

θη-Aorist
InflectionUncontracted
Sg1st
2ndδογματισθητιδογματισ·θητι
3rdδογματισθητωδογματισ·θητω
Pl1st
2ndδογματισθητεδογματισ·θητε
3rdδογματισθητωσαν, δογματισθεντωνδογματισ·θητωσαν, δογματισ·θεντων classical

θη-Aorist Infinitive [show][hide]

θη-Aorist
InflectionUncontracted
δογματισθηναι​δογματισ·θηναι​

θη-Future Infinitive [show][hide]

θη-Future
InflectionUncontracted
δογματισθησεσθαι​δογματισ·θησεσθαι​

θη-Aorist Participle [show][hide]

θη-Aorist
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocδογματισθεισαδογματισθειςδογματισθενδογματισ·θεισ·αδογματισ·θει[ντ]·ςδογματισ·θε[ι]ν[τ]
Nom
Accδογματισθεισανδογματισθενταδογματισ·θεισ·ανδογματισ·θε[ι]ντ·α
Datδογματισθεισῃδογματισθεντιδογματισ·θεισ·ῃδογματισ·θε[ι]ντ·ι
Genδογματισθεισηςδογματισθεντοςδογματισ·θεισ·ηςδογματισ·θε[ι]ντ·ος
PlVocδογματισθεισαιδογματισθεντεςδογματισθενταδογματισ·θεισ·αιδογματισ·θε[ι]ντ·εςδογματισ·θε[ι]ντ·α
Nom
Accδογματισθεισαςδογματισθενταςδογματισ·θεισ·αςδογματισ·θε[ι]ντ·ας
Datδογματισθεισαιςδογματισθεισι, δογματισθεισινδογματισ·θεισ·αιςδογματισ·θει[ντ]·σι(ν)
Genδογματισθεισωνδογματισθεντωνδογματισ·θεισ·ωνδογματισ·θε[ι]ντ·ων

θη-Future Participle [show][hide]

θη-Future
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocδογματισθησομενηδογματισθησομενεδογματισ·θησομεν·ηδογματισ·θησομεν·ε
Nomδογματισθησομενοςδογματισ·θησομεν·ος
Accδογματισθησομενηνδογματισθησομενονδογματισ·θησομεν·ηνδογματισ·θησομεν·ον
Datδογματισθησομενῃδογματισθησομενῳδογματισ·θησομεν·ῃδογματισ·θησομεν·ῳ
Genδογματισθησομενηςδογματισθησομενουδογματισ·θησομεν·ηςδογματισ·θησομεν·ου
PlVocδογματισθησομεναιδογματισθησομενοιδογματισθησομεναδογματισ·θησομεν·αιδογματισ·θησομεν·οιδογματισ·θησομεν·α
Nom
Accδογματισθησομεναςδογματισθησομενουςδογματισ·θησομεν·αςδογματισ·θησομεν·ους
Datδογματισθησομεναιςδογματισθησομενοιςδογματισ·θησομεν·αιςδογματισ·θησομεν·οις
Genδογματισθησομενωνδογματισθησομενωνδογματισ·θησομεν·ωνδογματισ·θησομεν·ων

Copyright 2007-2024 Thomas Moore, Email: acct3 at katabiblon.com, Support Forum Set Local Timezone
Tuesday, 19-Mar-2024 04:15:11 EDT