ατιμοτερος • ATIMOTEROS • atimoteros

ἀ·τιμό·τερος -α -ον (Comp. of ἄ·τιμος)

Adjective (2-1-2)

Not all forms below are necessarily attested. Highlighted words may or may not be a match to the GNT or LXX, if another word also inflects the same way.

2-1-2 Adjective
ContractedUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocατιμοτερα[GNT]ατιμοτερεατιμοτερ·αατιμοτερ·ε
Nomατιμοτερος[LXX]ατιμοτερ·ος
Accατιμοτερανατιμοτερονατιμοτερ·ανατιμοτερ·ον
Datατιμοτερᾳατιμοτερῳατιμοτερ·ᾳατιμοτερ·ῳ
Genατιμοτεραςατιμοτερουατιμοτερ·αςατιμοτερ·ου
PlVocατιμοτεραιατιμοτεροιατιμοτερα[GNT]ατιμοτερ·αιατιμοτερ·οιατιμοτερ·α
Nom
Accατιμοτεραςατιμοτερουςατιμοτερ·αςατιμοτερ·ους
Datατιμοτεραιςατιμοτεροιςατιμοτερ·αιςατιμοτερ·οις
Genατιμοτερωνατιμοτερ·ων

Copyright 2007-2024 Thomas Moore, Email: acct3 at katabiblon.com, Support Forum Set Local Timezone
Thursday, 25-Apr-2024 13:14:12 EDT