ασυνετωτερος • ASUNETWTEROS • asunetōteros

ἀ·συν·ετώ·τερος -α -ον [LXX] (Comp. of ἀ·σύν·ετος)

Adjective (2-1-2)

Not all forms below are necessarily attested. Highlighted words may or may not be a match to the GNT or LXX, if another word also inflects the same way.

2-1-2 Adjective
ContractedUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocασυνετωτεραασυνετωτερεασυνετωτερ·αασυνετωτερ·ε
Nomασυνετωτερος[LXX]ασυνετωτερ·ος
Accασυνετωτερανασυνετωτερονασυνετωτερ·ανασυνετωτερ·ον
Datασυνετωτερᾳασυνετωτερῳασυνετωτερ·ᾳασυνετωτερ·ῳ
Genασυνετωτεραςασυνετωτερουασυνετωτερ·αςασυνετωτερ·ου
PlVocασυνετωτεραιασυνετωτεροιασυνετωτεραασυνετωτερ·αιασυνετωτερ·οιασυνετωτερ·α
Nom
Accασυνετωτεραςασυνετωτερουςασυνετωτερ·αςασυνετωτερ·ους
Datασυνετωτεραιςασυνετωτεροιςασυνετωτερ·αιςασυνετωτερ·οις
Genασυνετωτερωνασυνετωτερ·ων

Copyright 2007-2024 Thomas Moore, Email: acct3 at katabiblon.com, Support Forum Set Local Timezone
Tuesday, 16-Apr-2024 12:56:25 EDT