ανδρειοτερος • ANDREIOTEROS • andreioteros

ἀνδρειό·τερος -α -ον [LXX] (Comp. of ἀνδρεῖος)

Adjective (2-1-2)

Not all forms below are necessarily attested. Highlighted words may or may not be a match to the GNT or LXX, if another word also inflects the same way.

2-1-2 Adjective
ContractedUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocανδρειοτερα[LXX]ανδρειοτερεανδρειοτερ·αανδρειοτερ·ε
Nomανδρειοτεροςανδρειοτερ·ος
Accανδρειοτερανανδρειοτερονανδρειοτερ·ανανδρειοτερ·ον
Datανδρειοτερᾳανδρειοτερῳανδρειοτερ·ᾳανδρειοτερ·ῳ
Genανδρειοτεραςανδρειοτερουανδρειοτερ·αςανδρειοτερ·ου
PlVocανδρειοτεραιανδρειοτεροιανδρειοτερα[LXX]ανδρειοτερ·αιανδρειοτερ·οιανδρειοτερ·α
Nom
Accανδρειοτεραςανδρειοτερουςανδρειοτερ·αςανδρειοτερ·ους
Datανδρειοτεραιςανδρειοτεροιςανδρειοτερ·αιςανδρειοτερ·οις
Genανδρειοτερωνανδρειοτερ·ων

Copyright 2007-2024 Thomas Moore, Email: acct3 at katabiblon.com, Support Forum Set Local Timezone
Thursday, 18-Apr-2024 09:30:15 EDT