ἀνα·λη(μ)πτήρ, -ῆρος, ὁ [LXX]
Noun (Mas. 3rd Decl.) Not all forms below are necessarily attested. Highlighted words may or may not be a match to the GNT or LXX, if another word also inflects the same way.
3rd Decl. Masculine Noun |
| | Contracted | Uncontracted |
---|
Sg | Voc | αναλημπτηρ | αναλημπτηρ |
Nom |
Acc | αναλημπτηρα | αναλημπτηρ·α |
---|
Dat | αναλημπτηρι | αναλημπτηρ·ι |
Gen | αναλημπτηρος | αναλημπτηρ·ος |
---|
Pl | Voc | αναλημπτηρες | αναλημπτηρ·ες |
Nom |
Acc | αναλημπτηρας[LXX] | αναλημπτηρ·ας |
---|
Dat | αναλημπτηρσι, αναλημπτηρσιν | αναλημπτηρ·σι(ν) |
Gen | αναλημπτηρων | αναλημπτηρ·ων |
|
3rd Decl. Masculine Noun |
| | Contracted | Uncontracted |
---|
Sg | Voc | αναληπτηρ | αναληπτηρ |
Nom |
Acc | αναληπτηρα | αναληπτηρ·α |
---|
Dat | αναληπτηρι | αναληπτηρ·ι |
Gen | αναληπτηρος | αναληπτηρ·ος |
---|
Pl | Voc | αναληπτηρες | αναληπτηρ·ες |
Nom |
Acc | αναληπτηρας | αναληπτηρ·ας |
---|
Dat | αναληπτηρσι, αναληπτηρσιν | αναληπτηρ·σι(ν) |
Gen | αναληπτηρων | αναληπτηρ·ων |
|
|