αληθεστατος • ALHQESTATOS • alēthestatos

ἀ·ληθέσ·τατος -η -ον [LXX] (Superl. of ἀ·ληθής)

Adjective (2-1-2)

Not all forms below are necessarily attested. Highlighted words may or may not be a match to the GNT or LXX, if another word also inflects the same way.

2-1-2 Adjective
ContractedUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocαληθεστατη[LXX]αληθεστατεαληθεστατ·ηαληθεστατ·ε
Nomαληθεστατοςαληθεστατ·ος
Accαληθεστατηναληθεστατοναληθεστατ·ηναληθεστατ·ον
Datαληθεστατῃαληθεστατῳαληθεστατ·ῃαληθεστατ·ῳ
Genαληθεστατηςαληθεστατουαληθεστατ·ηςαληθεστατ·ου
PlVocαληθεσταταιαληθεστατοιαληθεστατααληθεστατ·αιαληθεστατ·οιαληθεστατ·α
Nom
Accαληθεσταταςαληθεστατουςαληθεστατ·αςαληθεστατ·ους
Datαληθεσταταιςαληθεστατοιςαληθεστατ·αιςαληθεστατ·οις
Genαληθεστατωναληθεστατ·ων

Copyright 2007-2024 Thomas Moore, Email: acct3 at katabiblon.com, Support Forum Set Local Timezone
Thursday, 28-Mar-2024 16:21:06 EDT