προσωπολη(μ)πτης προσωποληπτης προσωπολημπτης • PROSWPOLH(M)PTHS PROSWPOLHPTHS PROSWPOLHMPTHS • prosōpolē(m)ptēs prosōpolēptēs prosōpolēmptēs

προσ·ωπο·λή(μ)πτης, -ου, ὁ

Noun (Mas. 1st Decl.)

Not all forms below are necessarily attested. Highlighted words may or may not be a match to the GNT or LXX, if another word also inflects the same way.

1st Decl. Masculine Noun
ContractedUncontracted
SgVocπροσωπολημπταπροσωπολημπτ·α
Nomπροσωπολημπτης[GNT]προσωπολημπτ·ης
Accπροσωπολημπτηνπροσωπολημπτ·ην
Datπροσωπολημπτῃπροσωπολημπτ·ῃ
Genπροσωπολημπτουπροσωπολημπτ·ου
PlVocπροσωπολημπταιπροσωπολημπτ·αι
Nom
Accπροσωπολημπταςπροσωπολημπτ·ας
Datπροσωπολημπταιςπροσωπολημπτ·αις
Genπροσωπολημπτωνπροσωπολημπτ·ων
1st Decl. Masculine Noun
ContractedUncontracted
SgVocπροσωποληπταπροσωποληπτ·α
Nomπροσωποληπτης[GNT]προσωποληπτ·ης
Accπροσωποληπτηνπροσωποληπτ·ην
Datπροσωποληπτῃπροσωποληπτ·ῃ
Genπροσωποληπτουπροσωποληπτ·ου
PlVocπροσωποληπταιπροσωποληπτ·αι
Nom
Accπροσωποληπταςπροσωποληπτ·ας
Datπροσωποληπταιςπροσωποληπτ·αις
Genπροσωποληπτωνπροσωποληπτ·ων

Copyright 2007-2024 Thomas Moore, Email: acct3 at katabiblon.com, Support Forum Set Local Timezone
Tuesday, 16-Apr-2024 07:35:06 EDT