προσκοπτω • PROSKOPTW • proskoptō

Search: προσκοψῃς

MatchLemmaUncontracted Form(s)Parsing
προσκοψῃςπροσκόπτωπροσ·κοπτ·σῃς1aor act sub 2nd sg

προσ·κόπτω (προσ+κοπτ-, προσ+κοψ-, προσ+κοψ-, -, -, -)

Verb

Not all forms below are necessarily attested. Highlighted words may or may not be a match to the GNT or LXX, if another word also inflects the same way.

1st Principal Part (Present and Imperfect) [hide]

Present Indicative Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stπροσκοπτωπροσ·κοπτ·ωπροσκοπτομαιπροσ·κοπτ·ομαι
2ndπροσκοπτειςπροσ·κοπτ·ειςπροσκοπτῃ[LXX], προσκοπτει[GNT], προσκοπτεσαιπροσ·κοπτ·ῃ, προσ·κοπτ·ει classical, προσ·κοπτ·εσαι alt
3rdπροσκοπτει[GNT]προσ·κοπτ·ειπροσκοπτεταιπροσ·κοπτ·εται
Pl1stπροσκοπτομενπροσ·κοπτ·ομενπροσκοπτομεθαπροσ·κοπτ·ομεθα
2ndπροσκοπτετεπροσ·κοπτ·ετεπροσκοπτεσθεπροσ·κοπτ·εσθε
3rdπροσκοπτουσιν[GNT][LXX], προσκοπτουσιπροσ·κοπτ·ουσι(ν), προσ·κοπτ·ουσι(ν)προσκοπτονταιπροσ·κοπτ·ονται

Present Indicative Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Present Subjunctive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stπροσκοπτωπροσ·κοπτ·ωπροσκοπτωμαιπροσ·κοπτ·ωμαι
2ndπροσκοπτῃςπροσ·κοπτ·ῃςπροσκοπτῃ[LXX]προσ·κοπτ·ῃ
3rdπροσκοπτῃ[LXX]προσ·κοπτ·ῃπροσκοπτηταιπροσ·κοπτ·ηται
Pl1stπροσκοπτωμενπροσ·κοπτ·ωμενπροσκοπτωμεθαπροσ·κοπτ·ωμεθα
2ndπροσκοπτητεπροσ·κοπτ·ητεπροσκοπτησθεπροσ·κοπτ·ησθε
3rdπροσκοπτωσιν, προσκοπτωσιπροσ·κοπτ·ωσι(ν)προσκοπτωνταιπροσ·κοπτ·ωνται

Present Optative Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stπροσκοπτοιμιπροσ·κοπτ·οιμιπροσκοπτοιμηνπροσ·κοπτ·οιμην
2ndπροσκοπτοιςπροσ·κοπτ·οιςπροσκοπτοιοπροσ·κοπτ·οιο
3rdπροσκοπτοιπροσ·κοπτ·οιπροσκοπτοιτοπροσ·κοπτ·οιτο
Pl1stπροσκοπτοιμενπροσ·κοπτ·οιμενπροσκοπτοιμεθαπροσ·κοπτ·οιμεθα
2ndπροσκοπτοιτεπροσ·κοπτ·οιτεπροσκοπτοισθεπροσ·κοπτ·οισθε
3rdπροσκοπτοιεν, προσκοπτοισανπροσ·κοπτ·οιεν, προσ·κοπτ·οισαν altπροσκοπτοιντοπροσ·κοπτ·οιντο

Present Optative Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Present Imperative Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2ndπροσκοπτεπροσ·κοπτ·επροσκοπτουπροσ·κοπτ·ου
3rdπροσκοπτετωπροσ·κοπτ·ετωπροσκοπτεσθωπροσ·κοπτ·εσθω
Pl1st
2ndπροσκοπτετεπροσ·κοπτ·ετεπροσκοπτεσθεπροσ·κοπτ·εσθε
3rdπροσκοπτετωσαν, προσκοπτοντωνπροσ·κοπτ·ετωσαν, προσ·κοπτ·οντων classicalπροσκοπτεσθωσαν, προσκοπτεσθωνπροσ·κοπτ·εσθωσαν, προσ·κοπτ·εσθων classical

Present Imperative Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Present Infinitive Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
προσκοπτειν​προσ·κοπτ·ειν​προσκοπτεσθαι​προσ·κοπτ·εσθαι​

Present Infinitive Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted

Present Participle Thematic

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocπροσκοπτουσαπροσκοπτονπροσ·κοπτ·ουσ·απροσ·κοπτ·ο[υ]ν[τ]
Nomπροσκοπτωνπροσ·κοπτ·ο[υ]ν[τ]·^
Accπροσκοπτουσανπροσκοπτονταπροσ·κοπτ·ουσ·ανπροσ·κοπτ·ο[υ]ντ·α
Datπροσκοπτουσῃπροσκοπτοντιπροσ·κοπτ·ουσ·ῃπροσ·κοπτ·ο[υ]ντ·ι
Genπροσκοπτουσηςπροσκοπτοντοςπροσ·κοπτ·ουσ·ηςπροσ·κοπτ·ο[υ]ντ·ος
PlVocπροσκοπτουσαιπροσκοπτοντεςπροσκοπτονταπροσ·κοπτ·ουσ·αιπροσ·κοπτ·ο[υ]ντ·εςπροσ·κοπτ·ο[υ]ντ·α
Nom
Accπροσκοπτουσαςπροσκοπτονταςπροσ·κοπτ·ουσ·αςπροσ·κοπτ·ο[υ]ντ·ας
Datπροσκοπτουσαιςπροσκοπτουσι, προσκοπτουσιν[GNT][LXX]προσ·κοπτ·ουσ·αιςπροσ·κοπτ·ου[ντ]·σι(ν), προσ·κοπτ·ου[ντ]·σι(ν)
Genπροσκοπτουσωνπροσκοπτοντωνπροσ·κοπτ·ουσ·ωνπροσ·κοπτ·ο[υ]ντ·ων
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocπροσκοπτομενηπροσκοπτομενεπροσ·κοπτ·ομεν·ηπροσ·κοπτ·ομεν·ε
Nomπροσκοπτομενοςπροσ·κοπτ·ομεν·ος
Accπροσκοπτομενηνπροσκοπτομενονπροσ·κοπτ·ομεν·ηνπροσ·κοπτ·ομεν·ον
Datπροσκοπτομενῃπροσκοπτομενῳπροσ·κοπτ·ομεν·ῃπροσ·κοπτ·ομεν·ῳ
Genπροσκοπτομενηςπροσκοπτομενουπροσ·κοπτ·ομεν·ηςπροσ·κοπτ·ομεν·ου
PlVocπροσκοπτομεναιπροσκοπτομενοιπροσκοπτομεναπροσ·κοπτ·ομεν·αιπροσ·κοπτ·ομεν·οιπροσ·κοπτ·ομεν·α
Nom
Accπροσκοπτομεναςπροσκοπτομενουςπροσ·κοπτ·ομεν·αςπροσ·κοπτ·ομεν·ους
Datπροσκοπτομεναιςπροσκοπτομενοιςπροσ·κοπτ·ομεν·αιςπροσ·κοπτ·ομεν·οις
Genπροσκοπτομενωνπροσκοπτομενωνπροσ·κοπτ·ομεν·ωνπροσ·κοπτ·ομεν·ων

Present Participle Athematic

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVoc
Nom
Acc
Dat
Gen
PlVoc
Nom
Acc
Dat
Gen
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVoc
Nom
Acc
Dat
Gen
PlVoc
Nom
Acc
Dat
Gen

Imperfect Indicative Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stπροσεκοπτονπροσ·ε·κοπτ·ονπροσεκοπτομηνπροσ·ε·κοπτ·ομην
2ndπροσεκοπτεςπροσ·ε·κοπτ·εςπροσεκοπτουπροσ·ε·κοπτ·ου
3rdπροσεκοπτεν[LXX], προσεκοπτεπροσ·ε·κοπτ·ε(ν), προσ·ε·κοπτ·ε(ν)προσεκοπτετοπροσ·ε·κοπτ·ετο
Pl1stπροσεκοπτομενπροσ·ε·κοπτ·ομενπροσεκοπτομεθαπροσ·ε·κοπτ·ομεθα
2ndπροσεκοπτετεπροσ·ε·κοπτ·ετεπροσεκοπτεσθεπροσ·ε·κοπτ·εσθε
3rdπροσεκοπτον, προσεκοπτοσανπροσ·ε·κοπτ·ον, προσ·ε·κοπτ·οσαν altπροσεκοπτοντοπροσ·ε·κοπτ·οντο

Imperfect Indicative Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

2nd Principal Part (Future Active and Middle-Passive) [hide]

Future Indicative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stπροσκοψωπροσ·κοπτ·σωπροσκοψομαιπροσ·κοπτ·σομαι
2ndπροσκοψειςπροσ·κοπτ·σειςπροσκοψῃ[LXX], προσκοψει[LXX], προσκοψεσαιπροσ·κοπτ·σῃ, προσ·κοπτ·σει classical, προσ·κοπτ·σεσαι alt
3rdπροσκοψει[LXX]προσ·κοπτ·σειπροσκοψεταιπροσ·κοπτ·σεται
Pl1stπροσκοψομενπροσ·κοπτ·σομενπροσκοψομεθαπροσ·κοπτ·σομεθα
2ndπροσκοψετεπροσ·κοπτ·σετεπροσκοψεσθεπροσ·κοπτ·σεσθε
3rdπροσκοψουσιν, προσκοψουσι[LXX]προσ·κοπτ·σουσι(ν), προσ·κοπτ·σουσι(ν)προσκοψονταιπροσ·κοπτ·σονται

Future Optative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stπροσκοψοιμιπροσ·κοπτ·σοιμιπροσκοψοιμηνπροσ·κοπτ·σοιμην
2ndπροσκοψοιςπροσ·κοπτ·σοιςπροσκοψοιοπροσ·κοπτ·σοιο
3rdπροσκοψοιπροσ·κοπτ·σοιπροσκοψοιτοπροσ·κοπτ·σοιτο
Pl1stπροσκοψοιμενπροσ·κοπτ·σοιμενπροσκοψοιμεθαπροσ·κοπτ·σοιμεθα
2ndπροσκοψοιτεπροσ·κοπτ·σοιτεπροσκοψοισθεπροσ·κοπτ·σοισθε
3rdπροσκοψοιενπροσ·κοπτ·σοιενπροσκοψοιντοπροσ·κοπτ·σοιντο

Future Infinitive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
προσκοψειν​προσ·κοπτ·σειν​προσκοψεσθαι​προσ·κοπτ·σεσθαι​

Future Participle

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocπροσκοψουσαπροσκοψονπροσ·κοπτ·σουσ·απροσ·κοπτ·σο[υ]ν[τ]
Nomπροσκοψωνπροσ·κοπτ·σο[υ]ν[τ]·^
Accπροσκοψουσανπροσκοψονταπροσ·κοπτ·σουσ·ανπροσ·κοπτ·σο[υ]ντ·α
Datπροσκοψουσῃπροσκοψοντιπροσ·κοπτ·σουσ·ῃπροσ·κοπτ·σο[υ]ντ·ι
Genπροσκοψουσηςπροσκοψοντοςπροσ·κοπτ·σουσ·ηςπροσ·κοπτ·σο[υ]ντ·ος
PlVocπροσκοψουσαιπροσκοψοντεςπροσκοψονταπροσ·κοπτ·σουσ·αιπροσ·κοπτ·σο[υ]ντ·εςπροσ·κοπτ·σο[υ]ντ·α
Nom
Accπροσκοψουσαςπροσκοψονταςπροσ·κοπτ·σουσ·αςπροσ·κοπτ·σο[υ]ντ·ας
Datπροσκοψουσαιςπροσκοψουσι[LXX], προσκοψουσινπροσ·κοπτ·σουσ·αιςπροσ·κοπτ·σου[ντ]·σι(ν), προσ·κοπτ·σου[ντ]·σι(ν)
Genπροσκοψουσωνπροσκοψοντωνπροσ·κοπτ·σουσ·ωνπροσ·κοπτ·σο[υ]ντ·ων
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocπροσκοψομενηπροσκοψομενεπροσ·κοπτ·σομεν·ηπροσ·κοπτ·σομεν·ε
Nomπροσκοψομενοςπροσ·κοπτ·σομεν·ος
Accπροσκοψομενηνπροσκοψομενονπροσ·κοπτ·σομεν·ηνπροσ·κοπτ·σομεν·ον
Datπροσκοψομενῃπροσκοψομενῳπροσ·κοπτ·σομεν·ῃπροσ·κοπτ·σομεν·ῳ
Genπροσκοψομενηςπροσκοψομενουπροσ·κοπτ·σομεν·ηςπροσ·κοπτ·σομεν·ου
PlVocπροσκοψομεναιπροσκοψομενοιπροσκοψομεναπροσ·κοπτ·σομεν·αιπροσ·κοπτ·σομεν·οιπροσ·κοπτ·σομεν·α
Nom
Accπροσκοψομεναςπροσκοψομενουςπροσ·κοπτ·σομεν·αςπροσ·κοπτ·σομεν·ους
Datπροσκοψομεναιςπροσκοψομενοιςπροσ·κοπτ·σομεν·αιςπροσ·κοπτ·σομεν·οις
Genπροσκοψομενωνπροσκοψομενωνπροσ·κοπτ·σομεν·ωνπροσ·κοπτ·σομεν·ων

3rd(a) Principal Part (1st Aorist Active and Middle-Passive) [hide]

1st Aorist Indicative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stπροσεκοψαπροσ·ε·κοπτ·σαπροσεκοψαμηνπροσ·ε·κοπτ·σαμην
2ndπροσεκοψαςπροσ·ε·κοπτ·σαςπροσεκοψωπροσ·ε·κοπτ·σω
3rdπροσεκοψεν[LXX], προσεκοψεπροσ·ε·κοπτ·σε(ν), προσ·ε·κοπτ·σε(ν)προσεκοψατοπροσ·ε·κοπτ·σατο
Pl1stπροσεκοψαμενπροσ·ε·κοπτ·σαμενπροσεκοψαμεθαπροσ·ε·κοπτ·σαμεθα
2ndπροσεκοψατεπροσ·ε·κοπτ·σατεπροσεκοψασθεπροσ·ε·κοπτ·σασθε
3rdπροσεκοψαν[GNT]προσ·ε·κοπτ·σανπροσεκοψαντοπροσ·ε·κοπτ·σαντο

1st Aorist Subjunctive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stπροσκοψωπροσ·κοπτ·σωπροσκοψωμαιπροσ·κοπτ·σωμαι
2ndπροσκοψῃς[GNT][LXX]προσ·κοπτ·σῃςπροσκοψῃ[LXX]προσ·κοπτ·σῃ
3rdπροσκοψῃ[LXX]προσ·κοπτ·σῃπροσκοψηταιπροσ·κοπτ·σηται
Pl1stπροσκοψωμενπροσ·κοπτ·σωμενπροσκοψωμεθαπροσ·κοπτ·σωμεθα
2ndπροσκοψητεπροσ·κοπτ·σητεπροσκοψησθεπροσ·κοπτ·σησθε
3rdπροσκοψωσιν, προσκοψωσιπροσ·κοπτ·σωσι(ν)προσκοψωνταιπροσ·κοπτ·σωνται

1st Aorist Optative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stπροσκοψαιμιπροσ·κοπτ·σαιμιπροσκοψαιμηνπροσ·κοπτ·σαιμην
2ndπροσκοψαις, προσκοψειαςπροσ·κοπτ·σαις, προσ·κοπτ·σειας classicalπροσκοψαιοπροσ·κοπτ·σαιο
3rdπροσκοψαι[LXX], προσκοψειεπροσ·κοπτ·σαι, προσ·κοπτ·σειε classicalπροσκοψαιτοπροσ·κοπτ·σαιτο
Pl1stπροσκοψαιμενπροσ·κοπτ·σαιμενπροσκοψαιμεθαπροσ·κοπτ·σαιμεθα
2ndπροσκοψαιτεπροσ·κοπτ·σαιτεπροσκοψαισθεπροσ·κοπτ·σαισθε
3rdπροσκοψαιεν, προσκοψαισαν, προσκοψειαν, προσκοψειενπροσ·κοπτ·σαιεν, προσ·κοπτ·σαισαν alt, προσ·κοπτ·σειαν classical, προσ·κοπτ·σειεν classicalπροσκοψαιντοπροσ·κοπτ·σαιντο

1st Aorist Imperative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2ndπροσκοψονπροσ·κοπτ·σονπροσκοψαι[LXX]προσ·κοπτ·σαι
3rdπροσκοψατωπροσ·κοπτ·σατωπροσκοψασθωπροσ·κοπτ·σασθω
Pl1st
2ndπροσκοψατεπροσ·κοπτ·σατεπροσκοψασθεπροσ·κοπτ·σασθε
3rdπροσκοψατωσαν, προσκοψαντωνπροσ·κοπτ·σατωσαν, προσ·κοπτ·σαντων classicalπροσκοψασθωσαν, προσκοψασθωνπροσ·κοπτ·σασθωσαν, προσ·κοπτ·σασθων classical

1st Aorist Infinitive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
προσκοψαι[LXX]​προσ·κοπτ·σαιπροσκοψασθαι​προσ·κοπτ·σασθαι​

1st Aorist Participle

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocπροσκοψασαπροσκοψαςπροσκοψανπροσ·κοπτ·σασ·απροσ·κοπτ·σα[ντ]·ςπροσ·κοπτ·σαν[τ]
Nom
Accπροσκοψασανπροσκοψανταπροσ·κοπτ·σασ·ανπροσ·κοπτ·σαντ·α
Datπροσκοψασῃπροσκοψαντιπροσ·κοπτ·σασ·ῃπροσ·κοπτ·σαντ·ι
Genπροσκοψασηςπροσκοψαντοςπροσ·κοπτ·σασ·ηςπροσ·κοπτ·σαντ·ος
PlVocπροσκοψασαιπροσκοψαντεςπροσκοψανταπροσ·κοπτ·σασ·αιπροσ·κοπτ·σαντ·εςπροσ·κοπτ·σαντ·α
Nom
Accπροσκοψασαςπροσκοψανταςπροσ·κοπτ·σασ·αςπροσ·κοπτ·σαντ·ας
Datπροσκοψασαιςπροσκοψασι, προσκοψασινπροσ·κοπτ·σασ·αιςπροσ·κοπτ·σα[ντ]·σι(ν)
Genπροσκοψασωνπροσκοψαντωνπροσ·κοπτ·σασ·ωνπροσ·κοπτ·σαντ·ων
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocπροσκοψαμενηπροσκοψαμενεπροσ·κοπτ·σαμεν·ηπροσ·κοπτ·σαμεν·ε
Nomπροσκοψαμενοςπροσ·κοπτ·σαμεν·ος
Accπροσκοψαμενηνπροσκοψαμενονπροσ·κοπτ·σαμεν·ηνπροσ·κοπτ·σαμεν·ον
Datπροσκοψαμενῃπροσκοψαμενῳπροσ·κοπτ·σαμεν·ῃπροσ·κοπτ·σαμεν·ῳ
Genπροσκοψαμενηςπροσκοψαμενουπροσ·κοπτ·σαμεν·ηςπροσ·κοπτ·σαμεν·ου
PlVocπροσκοψαμεναιπροσκοψαμενοιπροσκοψαμεναπροσ·κοπτ·σαμεν·αιπροσ·κοπτ·σαμεν·οιπροσ·κοπτ·σαμεν·α
Nom
Accπροσκοψαμεναςπροσκοψαμενουςπροσ·κοπτ·σαμεν·αςπροσ·κοπτ·σαμεν·ους
Datπροσκοψαμεναιςπροσκοψαμενοιςπροσ·κοπτ·σαμεν·αιςπροσ·κοπτ·σαμεν·οις
Genπροσκοψαμενωνπροσκοψαμενωνπροσ·κοπτ·σαμεν·ωνπροσ·κοπτ·σαμεν·ων

Copyright 2007-2024 Thomas Moore, Email: acct3 at katabiblon.com, Support Forum Set Local Timezone
Thursday, 28-Mar-2024 08:34:30 EDT