πονηροτατος • PONHROTATOS • ponērotatos

Search: πονηροτατῳ

MatchLemmaUncontracted Form(s)Parsing
πονηροτατῳ; πονηροτατῳπονηρότατοςπονηροτατ·ῳ; πονηροτατ·ῳneu dat sg; mas dat sg

πονηρό·τατος -η -ον [LXX] (Superl. of πονηρός)

Adjective (2-1-2)

Not all forms below are necessarily attested. Highlighted words may or may not be a match to the GNT or LXX, if another word also inflects the same way.

2-1-2 Adjective
ContractedUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocπονηροτατηπονηροτατεπονηροτατ·ηπονηροτατ·ε
Nomπονηροτατοςπονηροτατ·ος
Accπονηροτατηνπονηροτατονπονηροτατ·ηνπονηροτατ·ον
Datπονηροτατῃπονηροτατῳ[LXX]πονηροτατ·ῃπονηροτατ·ῳ
Genπονηροτατηςπονηροτατουπονηροτατ·ηςπονηροτατ·ου
PlVocπονηροταταιπονηροτατοιπονηροταταπονηροτατ·αιπονηροτατ·οιπονηροτατ·α
Nom
Accπονηροταταςπονηροτατουςπονηροτατ·αςπονηροτατ·ους
Datπονηροταταιςπονηροτατοιςπονηροτατ·αιςπονηροτατ·οις
Genπονηροτατωνπονηροτατ·ων

Copyright 2007-2024 Thomas Moore, Email: acct3 at katabiblon.com, Support Forum Set Local Timezone
Wednesday, 24-Apr-2024 20:49:33 EDT