μεταιρω • METAIRW • metairō

Search: μετηρεν

MatchLemmaUncontracted Form(s)Parsing
μετῃρεν; μετηρενμεταίρωμετ·ε·αιρ·ε(ν); μετ·ε·αρ·[σ]ε(ν)impf act ind 3rd sg; 1aor act ind 3rd sg

μετ·αίρω (μετ+αιρ-, -, μετ+αρ·[σ]-, -, -, -)

Verb

Not all forms below are necessarily attested. Highlighted words may or may not be a match to the GNT or LXX, if another word also inflects the same way.

1st Principal Part (Present and Imperfect) [hide]

Present Indicative Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stμεταιρωμετ·αιρ·ωμεταιρομαιμετ·αιρ·ομαι
2ndμεταιρειςμετ·αιρ·ειςμεταιρῃ, μεταιρει, μεταιρεσαιμετ·αιρ·ῃ, μετ·αιρ·ει classical, μετ·αιρ·εσαι alt
3rdμεταιρειμετ·αιρ·ειμεταιρεταιμετ·αιρ·εται
Pl1stμεταιρομενμετ·αιρ·ομενμεταιρομεθαμετ·αιρ·ομεθα
2ndμεταιρετεμετ·αιρ·ετεμεταιρεσθεμετ·αιρ·εσθε
3rdμεταιρουσιν, μεταιρουσιμετ·αιρ·ουσι(ν)μεταιρονταιμετ·αιρ·ονται

Present Indicative Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Present Subjunctive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stμεταιρωμετ·αιρ·ωμεταιρωμαιμετ·αιρ·ωμαι
2ndμεταιρῃςμετ·αιρ·ῃςμεταιρῃμετ·αιρ·ῃ
3rdμεταιρῃμετ·αιρ·ῃμεταιρηταιμετ·αιρ·ηται
Pl1stμεταιρωμενμετ·αιρ·ωμενμεταιρωμεθαμετ·αιρ·ωμεθα
2ndμεταιρητεμετ·αιρ·ητεμεταιρησθεμετ·αιρ·ησθε
3rdμεταιρωσιν, μεταιρωσιμετ·αιρ·ωσι(ν)μεταιρωνταιμετ·αιρ·ωνται

Present Optative Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stμεταιροιμιμετ·αιρ·οιμιμεταιροιμηνμετ·αιρ·οιμην
2ndμεταιροιςμετ·αιρ·οιςμεταιροιομετ·αιρ·οιο
3rdμεταιροιμετ·αιρ·οιμεταιροιτομετ·αιρ·οιτο
Pl1stμεταιροιμενμετ·αιρ·οιμενμεταιροιμεθαμετ·αιρ·οιμεθα
2ndμεταιροιτεμετ·αιρ·οιτεμεταιροισθεμετ·αιρ·οισθε
3rdμεταιροιεν, μεταιροισανμετ·αιρ·οιεν, μετ·αιρ·οισαν altμεταιροιντομετ·αιρ·οιντο

Present Optative Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Present Imperative Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2ndμεταιρε[LXX]μετ·αιρ·εμεταιρουμετ·αιρ·ου
3rdμεταιρετωμετ·αιρ·ετωμεταιρεσθωμετ·αιρ·εσθω
Pl1st
2ndμεταιρετεμετ·αιρ·ετεμεταιρεσθεμετ·αιρ·εσθε
3rdμεταιρετωσαν, μεταιροντωνμετ·αιρ·ετωσαν, μετ·αιρ·οντων classicalμεταιρεσθωσαν, μεταιρεσθωνμετ·αιρ·εσθωσαν, μετ·αιρ·εσθων classical

Present Imperative Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Present Infinitive Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
μεταιρειν​μετ·αιρ·ειν​μεταιρεσθαι​μετ·αιρ·εσθαι​

Present Infinitive Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted

Present Participle Thematic

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocμεταιρουσαμεταιρονμετ·αιρ·ουσ·αμετ·αιρ·ο[υ]ν[τ]
Nomμεταιρωνμετ·αιρ·ο[υ]ν[τ]·^
Accμεταιρουσανμεταιρονταμετ·αιρ·ουσ·ανμετ·αιρ·ο[υ]ντ·α
Datμεταιρουσῃμεταιροντιμετ·αιρ·ουσ·ῃμετ·αιρ·ο[υ]ντ·ι
Genμεταιρουσηςμεταιροντοςμετ·αιρ·ουσ·ηςμετ·αιρ·ο[υ]ντ·ος
PlVocμεταιρουσαιμεταιροντεςμεταιρονταμετ·αιρ·ουσ·αιμετ·αιρ·ο[υ]ντ·εςμετ·αιρ·ο[υ]ντ·α
Nom
Accμεταιρουσαςμεταιρονταςμετ·αιρ·ουσ·αςμετ·αιρ·ο[υ]ντ·ας
Datμεταιρουσαιςμεταιρουσι, μεταιρουσινμετ·αιρ·ουσ·αιςμετ·αιρ·ου[ντ]·σι(ν)
Genμεταιρουσωνμεταιροντωνμετ·αιρ·ουσ·ωνμετ·αιρ·ο[υ]ντ·ων
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocμεταιρομενημεταιρομενεμετ·αιρ·ομεν·ημετ·αιρ·ομεν·ε
Nomμεταιρομενοςμετ·αιρ·ομεν·ος
Accμεταιρομενηνμεταιρομενονμετ·αιρ·ομεν·ηνμετ·αιρ·ομεν·ον
Datμεταιρομενῃμεταιρομενῳμετ·αιρ·ομεν·ῃμετ·αιρ·ομεν·ῳ
Genμεταιρομενηςμεταιρομενουμετ·αιρ·ομεν·ηςμετ·αιρ·ομεν·ου
PlVocμεταιρομεναιμεταιρομενοιμεταιρομεναμετ·αιρ·ομεν·αιμετ·αιρ·ομεν·οιμετ·αιρ·ομεν·α
Nom
Accμεταιρομεναςμεταιρομενουςμετ·αιρ·ομεν·αςμετ·αιρ·ομεν·ους
Datμεταιρομεναιςμεταιρομενοιςμετ·αιρ·ομεν·αιςμετ·αιρ·ομεν·οις
Genμεταιρομενωνμεταιρομενωνμετ·αιρ·ομεν·ωνμετ·αιρ·ομεν·ων

Present Participle Athematic

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVoc
Nom
Acc
Dat
Gen
PlVoc
Nom
Acc
Dat
Gen
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVoc
Nom
Acc
Dat
Gen
PlVoc
Nom
Acc
Dat
Gen

Imperfect Indicative Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stμετῃρονμετ·ε·αιρ·ονμετῃρομηνμετ·ε·αιρ·ομην
2ndμετῃρεςμετ·ε·αιρ·εςμετῃρουμετ·ε·αιρ·ου
3rdμετῃρεν, μετῃρεμετ·ε·αιρ·ε(ν)μετῃρετομετ·ε·αιρ·ετο
Pl1stμετῃρομενμετ·ε·αιρ·ομενμετῃρομεθαμετ·ε·αιρ·ομεθα
2ndμετῃρετεμετ·ε·αιρ·ετεμετῃρεσθεμετ·ε·αιρ·εσθε
3rdμετῃρον, μετῃροσανμετ·ε·αιρ·ον, μετ·ε·αιρ·οσαν altμετῃροντομετ·ε·αιρ·οντο

Imperfect Indicative Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

3rd(a) Principal Part (1st Aorist Active and Middle-Passive) [hide]

1st Aorist Indicative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stμετηραμετ·ε·αρ·[σ]αμετηραμηνμετ·ε·αρ·[σ]αμην
2ndμετηρας[LXX]μετ·ε·αρ·[σ]αςμετηρωμετ·ε·αρ·[σ]ω
3rdμετηρεν[GNT][LXX], μετηρεμετ·ε·αρ·[σ]ε(ν), μετ·ε·αρ·[σ]ε(ν)μετηρατομετ·ε·αρ·[σ]ατο
Pl1stμετηραμενμετ·ε·αρ·[σ]αμενμετηραμεθαμετ·ε·αρ·[σ]αμεθα
2ndμετηρατεμετ·ε·αρ·[σ]ατεμετηρασθεμετ·ε·αρ·[σ]ασθε
3rdμετηρανμετ·ε·αρ·[σ]ανμετηραντομετ·ε·αρ·[σ]αντο

1st Aorist Subjunctive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stμεταρωμετ·αρ·[σ]ωμεταρωμαιμετ·αρ·[σ]ωμαι
2ndμεταρῃςμετ·αρ·[σ]ῃςμεταρῃμετ·αρ·[σ]ῃ
3rdμεταρῃμετ·αρ·[σ]ῃμεταρηταιμετ·αρ·[σ]ηται
Pl1stμεταρωμενμετ·αρ·[σ]ωμενμεταρωμεθαμετ·αρ·[σ]ωμεθα
2ndμεταρητεμετ·αρ·[σ]ητεμεταρησθεμετ·αρ·[σ]ησθε
3rdμεταρωσιν, μεταρωσιμετ·αρ·[σ]ωσι(ν)μεταρωνταιμετ·αρ·[σ]ωνται

1st Aorist Optative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stμεταραιμιμετ·αρ·[σ]αιμιμεταραιμηνμετ·αρ·[σ]αιμην
2ndμεταραις, μεταρειαςμετ·αρ·[σ]αις, μετ·αρ·[σ]ειας classicalμεταραιομετ·αρ·[σ]αιο
3rdμεταραι, μεταρειεμετ·αρ·[σ]αι, μετ·αρ·[σ]ειε classicalμεταραιτομετ·αρ·[σ]αιτο
Pl1stμεταραιμενμετ·αρ·[σ]αιμενμεταραιμεθαμετ·αρ·[σ]αιμεθα
2ndμεταραιτεμετ·αρ·[σ]αιτεμεταραισθεμετ·αρ·[σ]αισθε
3rdμεταραιεν, μεταραισαν, μεταρειαν, μεταρειενμετ·αρ·[σ]αιεν, μετ·αρ·[σ]αισαν alt, μετ·αρ·[σ]ειαν classical, μετ·αρ·[σ]ειεν classicalμεταραιντομετ·αρ·[σ]αιντο

1st Aorist Imperative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2ndμεταρονμετ·αρ·[σ]ονμεταραιμετ·αρ·[σ]αι
3rdμεταρατωμετ·αρ·[σ]ατωμεταρασθωμετ·αρ·[σ]ασθω
Pl1st
2ndμεταρατεμετ·αρ·[σ]ατεμεταρασθεμετ·αρ·[σ]ασθε
3rdμεταρατωσαν, μεταραντωνμετ·αρ·[σ]ατωσαν, μετ·αρ·[σ]αντων classicalμεταρασθωσαν, μεταρασθωνμετ·αρ·[σ]ασθωσαν, μετ·αρ·[σ]ασθων classical

1st Aorist Infinitive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
μεταραι​μετ·αρ·[σ]αι​μεταρασθαι​μετ·αρ·[σ]ασθαι​

1st Aorist Participle

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocμεταρασαμεταραςμεταρανμετ·αρ·[σ]ασ·αμετ·αρ·[σ]α[ντ]·ςμετ·αρ·[σ]αν[τ]
Nom
Accμεταρασανμεταρανταμετ·αρ·[σ]ασ·ανμετ·αρ·[σ]αντ·α
Datμεταρασῃμεταραντιμετ·αρ·[σ]ασ·ῃμετ·αρ·[σ]αντ·ι
Genμεταρασηςμεταραντοςμετ·αρ·[σ]ασ·ηςμετ·αρ·[σ]αντ·ος
PlVocμεταρασαιμεταραντεςμεταρανταμετ·αρ·[σ]ασ·αιμετ·αρ·[σ]αντ·εςμετ·αρ·[σ]αντ·α
Nom
Accμεταρασαςμεταρανταςμετ·αρ·[σ]ασ·αςμετ·αρ·[σ]αντ·ας
Datμεταρασαιςμεταρασι, μεταρασινμετ·αρ·[σ]ασ·αιςμετ·αρ·[σ]α[ντ]·σι(ν)
Genμεταρασωνμεταραντωνμετ·αρ·[σ]ασ·ωνμετ·αρ·[σ]αντ·ων
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocμεταραμενημεταραμενεμετ·αρ·[σ]αμεν·ημετ·αρ·[σ]αμεν·ε
Nomμεταραμενοςμετ·αρ·[σ]αμεν·ος
Accμεταραμενηνμεταραμενονμετ·αρ·[σ]αμεν·ηνμετ·αρ·[σ]αμεν·ον
Datμεταραμενῃμεταραμενῳμετ·αρ·[σ]αμεν·ῃμετ·αρ·[σ]αμεν·ῳ
Genμεταραμενηςμεταραμενουμετ·αρ·[σ]αμεν·ηςμετ·αρ·[σ]αμεν·ου
PlVocμεταραμεναιμεταραμενοιμεταραμεναμετ·αρ·[σ]αμεν·αιμετ·αρ·[σ]αμεν·οιμετ·αρ·[σ]αμεν·α
Nom
Accμεταραμεναςμεταραμενουςμετ·αρ·[σ]αμεν·αςμετ·αρ·[σ]αμεν·ους
Datμεταραμεναιςμεταραμενοιςμετ·αρ·[σ]αμεν·αιςμετ·αρ·[σ]αμεν·οις
Genμεταραμενωνμεταραμενωνμετ·αρ·[σ]αμεν·ωνμετ·αρ·[σ]αμεν·ων

Copyright 2007-2024 Thomas Moore, Email: acct3 at katabiblon.com, Support Forum Set Local Timezone
Friday, 29-Mar-2024 07:01:21 EDT