μεγαλοκρατωρ • MEGALOKRATWR • megalokratōr

μεγαλο·κράτωρ, -ορος, ὁ [LXX]

Noun (Mas. 3rd Decl.)

Not all forms below are necessarily attested. Highlighted words may or may not be a match to the GNT or LXX, if another word also inflects the same way.

3rd Decl. Masculine Noun
ContractedUncontracted
SgVocμεγαλοκρατορμεγαλοκρατορ
Nomμεγαλοκρατωρ[LXX]μεγαλοκρατορ·^
Accμεγαλοκρατοραμεγαλοκρατορ·α
Datμεγαλοκρατοριμεγαλοκρατορ·ι
Genμεγαλοκρατοροςμεγαλοκρατορ·ος
PlVocμεγαλοκρατορεςμεγαλοκρατορ·ες
Nom
Accμεγαλοκρατοραςμεγαλοκρατορ·ας
Datμεγαλοκρατορσι, μεγαλοκρατορσινμεγαλοκρατορ·σι(ν)
Genμεγαλοκρατορωνμεγαλοκρατορ·ων

Copyright 2007-2024 Thomas Moore, Email: acct3 at katabiblon.com, Support Forum Set Local Timezone
Tuesday, 23-Apr-2024 07:40:33 EDT