κατοπτριζω • KATOPTRIZW • katoptrizō

Search: κατοπτριζομενοι

MatchLemmaUncontracted Form(s)Parsing
κατοπτριζομενοικατοπτρίζωκατ·οπτριζ·ομεν·οιpres mp ptcp mas nom|voc pl

κατ·οπτρίζω (κατ+οπτριζ-, -, -, -, -, -)

Verb

Not all forms below are necessarily attested. Highlighted words may or may not be a match to the GNT or LXX, if another word also inflects the same way.

1st Principal Part (Present and Imperfect) [hide]

Present Indicative Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stκατοπτριζωκατ·οπτριζ·ωκατοπτριζομαικατ·οπτριζ·ομαι
2ndκατοπτριζειςκατ·οπτριζ·ειςκατοπτριζῃ, κατοπτριζει, κατοπτριζεσαικατ·οπτριζ·ῃ, κατ·οπτριζ·ει classical, κατ·οπτριζ·εσαι alt
3rdκατοπτριζεικατ·οπτριζ·εικατοπτριζεταικατ·οπτριζ·εται
Pl1stκατοπτριζομενκατ·οπτριζ·ομενκατοπτριζομεθακατ·οπτριζ·ομεθα
2ndκατοπτριζετεκατ·οπτριζ·ετεκατοπτριζεσθεκατ·οπτριζ·εσθε
3rdκατοπτριζουσιν, κατοπτριζουσικατ·οπτριζ·ουσι(ν)κατοπτριζονταικατ·οπτριζ·ονται

Present Indicative Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Present Subjunctive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stκατοπτριζωκατ·οπτριζ·ωκατοπτριζωμαικατ·οπτριζ·ωμαι
2ndκατοπτριζῃςκατ·οπτριζ·ῃςκατοπτριζῃκατ·οπτριζ·ῃ
3rdκατοπτριζῃκατ·οπτριζ·ῃκατοπτριζηταικατ·οπτριζ·ηται
Pl1stκατοπτριζωμενκατ·οπτριζ·ωμενκατοπτριζωμεθακατ·οπτριζ·ωμεθα
2ndκατοπτριζητεκατ·οπτριζ·ητεκατοπτριζησθεκατ·οπτριζ·ησθε
3rdκατοπτριζωσιν, κατοπτριζωσικατ·οπτριζ·ωσι(ν)κατοπτριζωνταικατ·οπτριζ·ωνται

Present Optative Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stκατοπτριζοιμικατ·οπτριζ·οιμικατοπτριζοιμηνκατ·οπτριζ·οιμην
2ndκατοπτριζοιςκατ·οπτριζ·οιςκατοπτριζοιοκατ·οπτριζ·οιο
3rdκατοπτριζοικατ·οπτριζ·οικατοπτριζοιτοκατ·οπτριζ·οιτο
Pl1stκατοπτριζοιμενκατ·οπτριζ·οιμενκατοπτριζοιμεθακατ·οπτριζ·οιμεθα
2ndκατοπτριζοιτεκατ·οπτριζ·οιτεκατοπτριζοισθεκατ·οπτριζ·οισθε
3rdκατοπτριζοιεν, κατοπτριζοισανκατ·οπτριζ·οιεν, κατ·οπτριζ·οισαν altκατοπτριζοιντοκατ·οπτριζ·οιντο

Present Optative Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Present Imperative Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2ndκατοπτριζεκατ·οπτριζ·εκατοπτριζουκατ·οπτριζ·ου
3rdκατοπτριζετωκατ·οπτριζ·ετωκατοπτριζεσθωκατ·οπτριζ·εσθω
Pl1st
2ndκατοπτριζετεκατ·οπτριζ·ετεκατοπτριζεσθεκατ·οπτριζ·εσθε
3rdκατοπτριζετωσαν, κατοπτριζοντωνκατ·οπτριζ·ετωσαν, κατ·οπτριζ·οντων classicalκατοπτριζεσθωσαν, κατοπτριζεσθωνκατ·οπτριζ·εσθωσαν, κατ·οπτριζ·εσθων classical

Present Imperative Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Present Infinitive Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
κατοπτριζειν​κατ·οπτριζ·ειν​κατοπτριζεσθαι​κατ·οπτριζ·εσθαι​

Present Infinitive Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted

Present Participle Thematic

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocκατοπτριζουσακατοπτριζονκατ·οπτριζ·ουσ·ακατ·οπτριζ·ο[υ]ν[τ]
Nomκατοπτριζωνκατ·οπτριζ·ο[υ]ν[τ]·^
Accκατοπτριζουσανκατοπτριζοντακατ·οπτριζ·ουσ·ανκατ·οπτριζ·ο[υ]ντ·α
Datκατοπτριζουσῃκατοπτριζοντικατ·οπτριζ·ουσ·ῃκατ·οπτριζ·ο[υ]ντ·ι
Genκατοπτριζουσηςκατοπτριζοντοςκατ·οπτριζ·ουσ·ηςκατ·οπτριζ·ο[υ]ντ·ος
PlVocκατοπτριζουσαικατοπτριζοντεςκατοπτριζοντακατ·οπτριζ·ουσ·αικατ·οπτριζ·ο[υ]ντ·εςκατ·οπτριζ·ο[υ]ντ·α
Nom
Accκατοπτριζουσαςκατοπτριζονταςκατ·οπτριζ·ουσ·αςκατ·οπτριζ·ο[υ]ντ·ας
Datκατοπτριζουσαιςκατοπτριζουσι, κατοπτριζουσινκατ·οπτριζ·ουσ·αιςκατ·οπτριζ·ου[ντ]·σι(ν)
Genκατοπτριζουσωνκατοπτριζοντωνκατ·οπτριζ·ουσ·ωνκατ·οπτριζ·ο[υ]ντ·ων
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocκατοπτριζομενηκατοπτριζομενεκατ·οπτριζ·ομεν·ηκατ·οπτριζ·ομεν·ε
Nomκατοπτριζομενοςκατ·οπτριζ·ομεν·ος
Accκατοπτριζομενηνκατοπτριζομενονκατ·οπτριζ·ομεν·ηνκατ·οπτριζ·ομεν·ον
Datκατοπτριζομενῃκατοπτριζομενῳκατ·οπτριζ·ομεν·ῃκατ·οπτριζ·ομεν·ῳ
Genκατοπτριζομενηςκατοπτριζομενουκατ·οπτριζ·ομεν·ηςκατ·οπτριζ·ομεν·ου
PlVocκατοπτριζομεναικατοπτριζομενοι[GNT]κατοπτριζομενακατ·οπτριζ·ομεν·αικατ·οπτριζ·ομεν·οικατ·οπτριζ·ομεν·α
Nom
Accκατοπτριζομεναςκατοπτριζομενουςκατ·οπτριζ·ομεν·αςκατ·οπτριζ·ομεν·ους
Datκατοπτριζομεναιςκατοπτριζομενοιςκατ·οπτριζ·ομεν·αιςκατ·οπτριζ·ομεν·οις
Genκατοπτριζομενωνκατοπτριζομενωνκατ·οπτριζ·ομεν·ωνκατ·οπτριζ·ομεν·ων

Present Participle Athematic

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVoc
Nom
Acc
Dat
Gen
PlVoc
Nom
Acc
Dat
Gen
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVoc
Nom
Acc
Dat
Gen
PlVoc
Nom
Acc
Dat
Gen

Imperfect Indicative Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stκατωπτριζονκατ·ε·οπτριζ·ονκατωπτριζομηνκατ·ε·οπτριζ·ομην
2ndκατωπτριζεςκατ·ε·οπτριζ·εςκατωπτριζουκατ·ε·οπτριζ·ου
3rdκατωπτριζεν, κατωπτριζεκατ·ε·οπτριζ·ε(ν)κατωπτριζετοκατ·ε·οπτριζ·ετο
Pl1stκατωπτριζομενκατ·ε·οπτριζ·ομενκατωπτριζομεθακατ·ε·οπτριζ·ομεθα
2ndκατωπτριζετεκατ·ε·οπτριζ·ετεκατωπτριζεσθεκατ·ε·οπτριζ·εσθε
3rdκατωπτριζον, κατωπτριζοσανκατ·ε·οπτριζ·ον, κατ·ε·οπτριζ·οσαν altκατωπτριζοντοκατ·ε·οπτριζ·οντο

Imperfect Indicative Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Copyright 2007-2024 Thomas Moore, Email: acct3 at katabiblon.com, Support Forum Set Local Timezone
Thursday, 28-Mar-2024 15:17:58 EDT