κατανοεω • KATANOEW • katanoeō

Search: κατανοησω

MatchLemmaUncontracted Form(s)Parsing
κατανοησω; κατανοησωκατανοέωκατα·νοη·σω; κατα·νοη·σω1aor act sub 1st sg; fut act ind 1st sg

κατα·νοέω (κατα+νο(ε)-, κατα+νοη·σ-, κατα+νοη·σ-, -, -, -)

Verb

Not all forms below are necessarily attested. Highlighted words may or may not be a match to the GNT or LXX, if another word also inflects the same way.

1st Principal Part (Present and Imperfect) [hide]

Present Indicative Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stκατανοωκατα·νο(ε)·ωκατανοουμαικατα·νο(ε)·ομαι
2ndκατανοεις[GNT][LXX]κατα·νο(ε)·ειςκατανοῃ, κατανοει[LXX], κατανοεισαικατα·νο(ε)·ῃ, κατα·νο(ε)·ει classical, κατα·νο(ε)·εσαι alt
3rdκατανοει[LXX]κατα·νο(ε)·εικατανοειταικατα·νο(ε)·εται
Pl1stκατανοουμενκατα·νο(ε)·ομενκατανοουμεθακατα·νο(ε)·ομεθα
2ndκατανοειτεκατα·νο(ε)·ετεκατανοεισθεκατα·νο(ε)·εσθε
3rdκατανοουσιν[LXX], κατανοουσικατα·νο(ε)·ουσι(ν), κατα·νο(ε)·ουσι(ν)κατανοουνταικατα·νο(ε)·ονται

Present Indicative Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Present Subjunctive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stκατανοωκατα·νο(ε)·ωκατανοωμαικατα·νο(ε)·ωμαι
2ndκατανοῃςκατα·νο(ε)·ῃςκατανοῃκατα·νο(ε)·ῃ
3rdκατανοῃκατα·νο(ε)·ῃκατανοηταικατα·νο(ε)·ηται
Pl1stκατανοωμεν[GNT]κατα·νο(ε)·ωμενκατανοωμεθακατα·νο(ε)·ωμεθα
2ndκατανοητεκατα·νο(ε)·ητεκατανοησθεκατα·νο(ε)·ησθε
3rdκατανοωσιν, κατανοωσικατα·νο(ε)·ωσι(ν)κατανοωνταικατα·νο(ε)·ωνται

Present Optative Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stκατανοοιμικατα·νο(ε)·οιμικατανοοιμηνκατα·νο(ε)·οιμην
2ndκατανοοιςκατα·νο(ε)·οιςκατανοοιοκατα·νο(ε)·οιο
3rdκατανοοικατα·νο(ε)·οικατανοοιτοκατα·νο(ε)·οιτο
Pl1stκατανοοιμενκατα·νο(ε)·οιμενκατανοοιμεθακατα·νο(ε)·οιμεθα
2ndκατανοοιτεκατα·νο(ε)·οιτεκατανοοισθεκατα·νο(ε)·οισθε
3rdκατανοοιεν, κατανοοισανκατα·νο(ε)·οιεν, κατα·νο(ε)·οισαν altκατανοοιντοκατα·νο(ε)·οιντο

Present Optative Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Present Imperative Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2ndκατανοει[LXX]κατα·νο(ε)·εκατανοουκατα·νο(ε)·ου
3rdκατανοειτωκατα·νο(ε)·ετωκατανοεισθωκατα·νο(ε)·εσθω
Pl1st
2ndκατανοειτεκατα·νο(ε)·ετεκατανοεισθεκατα·νο(ε)·εσθε
3rdκατανοειτωσαν, κατανοουντωνκατα·νο(ε)·ετωσαν, κατα·νο(ε)·οντων classicalκατανοεισθωσαν, κατανοεισθωνκατα·νο(ε)·εσθωσαν, κατα·νο(ε)·εσθων classical

Present Imperative Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Present Infinitive Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
κατανοειν​κατα·νο(ε)·ειν​κατανοεισθαι​κατα·νο(ε)·εσθαι​

Present Infinitive Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted

Present Participle Thematic

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocκατανοουσακατανοουνκατα·νο(ε)·ουσ·ακατα·νο(ε)·ο[υ]ν[τ]
Nomκατανοων[LXX]κατα·νο(ε)·ο[υ]ν[τ]·^
Accκατανοουσανκατανοουντακατα·νο(ε)·ουσ·ανκατα·νο(ε)·ο[υ]ντ·α
Datκατανοουσῃκατανοουντι[GNT]κατα·νο(ε)·ουσ·ῃκατα·νο(ε)·ο[υ]ντ·ι
Genκατανοουσηςκατανοουντοςκατα·νο(ε)·ουσ·ηςκατα·νο(ε)·ο[υ]ντ·ος
PlVocκατανοουσαικατανοουντες[LXX]κατανοουντακατα·νο(ε)·ουσ·αικατα·νο(ε)·ο[υ]ντ·εςκατα·νο(ε)·ο[υ]ντ·α
Nom
Accκατανοουσαςκατανοουνταςκατα·νο(ε)·ουσ·αςκατα·νο(ε)·ο[υ]ντ·ας
Datκατανοουσαιςκατανοουσι, κατανοουσιν[LXX]κατα·νο(ε)·ουσ·αιςκατα·νο(ε)·ου[ντ]·σι(ν), κατα·νο(ε)·ου[ντ]·σι(ν)
Genκατανοουσωνκατανοουντωνκατα·νο(ε)·ουσ·ωνκατα·νο(ε)·ο[υ]ντ·ων
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocκατανοουμενηκατανοουμενεκατα·νο(ε)·ομεν·ηκατα·νο(ε)·ομεν·ε
Nomκατανοουμενοςκατα·νο(ε)·ομεν·ος
Accκατανοουμενηνκατανοουμενονκατα·νο(ε)·ομεν·ηνκατα·νο(ε)·ομεν·ον
Datκατανοουμενῃκατανοουμενῳκατα·νο(ε)·ομεν·ῃκατα·νο(ε)·ομεν·ῳ
Genκατανοουμενηςκατανοουμενουκατα·νο(ε)·ομεν·ηςκατα·νο(ε)·ομεν·ου
PlVocκατανοουμεναικατανοουμενοικατανοουμενακατα·νο(ε)·ομεν·αικατα·νο(ε)·ομεν·οικατα·νο(ε)·ομεν·α
Nom
Accκατανοουμεναςκατανοουμενουςκατα·νο(ε)·ομεν·αςκατα·νο(ε)·ομεν·ους
Datκατανοουμεναιςκατανοουμενοιςκατα·νο(ε)·ομεν·αιςκατα·νο(ε)·ομεν·οις
Genκατανοουμενωνκατανοουμενωνκατα·νο(ε)·ομεν·ωνκατα·νο(ε)·ομεν·ων

Present Participle Athematic

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVoc
Nom
Acc
Dat
Gen
PlVoc
Nom
Acc
Dat
Gen
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVoc
Nom
Acc
Dat
Gen
PlVoc
Nom
Acc
Dat
Gen

Imperfect Indicative Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stκατενοουν[GNT][LXX]κατα·ε·νο(ε)·ονκατενοουμηνκατα·ε·νο(ε)·ομην
2ndκατενοειςκατα·ε·νο(ε)·εςκατενοουκατα·ε·νο(ε)·ου
3rdκατενοεικατα·ε·νο(ε)·εκατενοειτοκατα·ε·νο(ε)·ετο
Pl1stκατενοουμενκατα·ε·νο(ε)·ομενκατενοουμεθακατα·ε·νο(ε)·ομεθα
2ndκατενοειτεκατα·ε·νο(ε)·ετεκατενοεισθεκατα·ε·νο(ε)·εσθε
3rdκατενοουν[GNT][LXX], κατενοουσαν[LXX]κατα·ε·νο(ε)·ον, κατα·ε·νο(ε)·οσαν altκατενοουντοκατα·ε·νο(ε)·οντο

Imperfect Indicative Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

2nd Principal Part (Future Active and Middle-Passive) [hide]

Future Indicative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stκατανοησω[LXX]κατα·νοη·σωκατανοησομαικατα·νοη·σομαι
2ndκατανοησεις[LXX]κατα·νοη·σειςκατανοησῃ, κατανοησει, κατανοησεσαικατα·νοη·σῃ, κατα·νοη·σει classical, κατα·νοη·σεσαι alt
3rdκατανοησεικατα·νοη·σεικατανοησεταικατα·νοη·σεται
Pl1stκατανοησομενκατα·νοη·σομενκατανοησομεθακατα·νοη·σομεθα
2ndκατανοησετε[LXX]κατα·νοη·σετεκατανοησεσθεκατα·νοη·σεσθε
3rdκατανοησουσιν, κατανοησουσικατα·νοη·σουσι(ν)κατανοησονταικατα·νοη·σονται

Future Optative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stκατανοησοιμικατα·νοη·σοιμικατανοησοιμηνκατα·νοη·σοιμην
2ndκατανοησοιςκατα·νοη·σοιςκατανοησοιοκατα·νοη·σοιο
3rdκατανοησοικατα·νοη·σοικατανοησοιτοκατα·νοη·σοιτο
Pl1stκατανοησοιμενκατα·νοη·σοιμενκατανοησοιμεθακατα·νοη·σοιμεθα
2ndκατανοησοιτεκατα·νοη·σοιτεκατανοησοισθεκατα·νοη·σοισθε
3rdκατανοησοιενκατα·νοη·σοιενκατανοησοιντοκατα·νοη·σοιντο

Future Infinitive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
κατανοησειν​κατα·νοη·σειν​κατανοησεσθαι​κατα·νοη·σεσθαι​

Future Participle

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocκατανοησουσακατανοησονκατα·νοη·σουσ·ακατα·νοη·σο[υ]ν[τ]
Nomκατανοησωνκατα·νοη·σο[υ]ν[τ]·^
Accκατανοησουσανκατανοησοντακατα·νοη·σουσ·ανκατα·νοη·σο[υ]ντ·α
Datκατανοησουσῃκατανοησοντικατα·νοη·σουσ·ῃκατα·νοη·σο[υ]ντ·ι
Genκατανοησουσηςκατανοησοντοςκατα·νοη·σουσ·ηςκατα·νοη·σο[υ]ντ·ος
PlVocκατανοησουσαικατανοησοντεςκατανοησοντακατα·νοη·σουσ·αικατα·νοη·σο[υ]ντ·εςκατα·νοη·σο[υ]ντ·α
Nom
Accκατανοησουσαςκατανοησονταςκατα·νοη·σουσ·αςκατα·νοη·σο[υ]ντ·ας
Datκατανοησουσαιςκατανοησουσι, κατανοησουσινκατα·νοη·σουσ·αιςκατα·νοη·σου[ντ]·σι(ν)
Genκατανοησουσωνκατανοησοντωνκατα·νοη·σουσ·ωνκατα·νοη·σο[υ]ντ·ων
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocκατανοησομενηκατανοησομενεκατα·νοη·σομεν·ηκατα·νοη·σομεν·ε
Nomκατανοησομενοςκατα·νοη·σομεν·ος
Accκατανοησομενηνκατανοησομενονκατα·νοη·σομεν·ηνκατα·νοη·σομεν·ον
Datκατανοησομενῃκατανοησομενῳκατα·νοη·σομεν·ῃκατα·νοη·σομεν·ῳ
Genκατανοησομενηςκατανοησομενουκατα·νοη·σομεν·ηςκατα·νοη·σομεν·ου
PlVocκατανοησομεναικατανοησομενοικατανοησομενακατα·νοη·σομεν·αικατα·νοη·σομεν·οικατα·νοη·σομεν·α
Nom
Accκατανοησομεναςκατανοησομενουςκατα·νοη·σομεν·αςκατα·νοη·σομεν·ους
Datκατανοησομεναιςκατανοησομενοιςκατα·νοη·σομεν·αιςκατα·νοη·σομεν·οις
Genκατανοησομενωνκατανοησομενωνκατα·νοη·σομεν·ωνκατα·νοη·σομεν·ων

3rd(a) Principal Part (1st Aorist Active and Middle-Passive) [hide]

1st Aorist Indicative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stκατενοησα[LXX]κατα·ε·νοη·σακατενοησαμηνκατα·ε·νοη·σαμην
2ndκατενοησαςκατα·ε·νοη·σαςκατενοησωκατα·ε·νοη·σω
3rdκατενοησεν[GNT][LXX], κατενοησεκατα·ε·νοη·σε(ν), κατα·ε·νοη·σε(ν)κατενοησατοκατα·ε·νοη·σατο
Pl1stκατενοησαμενκατα·ε·νοη·σαμενκατενοησαμεθακατα·ε·νοη·σαμεθα
2ndκατενοησατεκατα·ε·νοη·σατεκατενοησασθεκατα·ε·νοη·σασθε
3rdκατενοησαν[LXX]κατα·ε·νοη·σανκατενοησαντοκατα·ε·νοη·σαντο

1st Aorist Subjunctive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stκατανοησω[LXX]κατα·νοη·σωκατανοησωμαικατα·νοη·σωμαι
2ndκατανοησῃςκατα·νοη·σῃςκατανοησῃκατα·νοη·σῃ
3rdκατανοησῃκατα·νοη·σῃκατανοησηταικατα·νοη·σηται
Pl1stκατανοησωμενκατα·νοη·σωμενκατανοησωμεθακατα·νοη·σωμεθα
2ndκατανοησητεκατα·νοη·σητεκατανοησησθεκατα·νοη·σησθε
3rdκατανοησωσιν, κατανοησωσικατα·νοη·σωσι(ν)κατανοησωνταικατα·νοη·σωνται

1st Aorist Optative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stκατανοησαιμικατα·νοη·σαιμικατανοησαιμηνκατα·νοη·σαιμην
2ndκατανοησαις, κατανοησειαςκατα·νοη·σαις, κατα·νοη·σειας classicalκατανοησαιοκατα·νοη·σαιο
3rdκατανοησαι[GNT][LXX], κατανοησειεκατα·νοη·σαι, κατα·νοη·σειε classicalκατανοησαιτοκατα·νοη·σαιτο
Pl1stκατανοησαιμενκατα·νοη·σαιμενκατανοησαιμεθακατα·νοη·σαιμεθα
2ndκατανοησαιτεκατα·νοη·σαιτεκατανοησαισθεκατα·νοη·σαισθε
3rdκατανοησαιεν, κατανοησαισαν, κατανοησειαν, κατανοησειενκατα·νοη·σαιεν, κατα·νοη·σαισαν alt, κατα·νοη·σειαν classical, κατα·νοη·σειεν classicalκατανοησαιντοκατα·νοη·σαιντο

1st Aorist Imperative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2ndκατανοησονκατα·νοη·σονκατανοησαι[GNT][LXX]κατα·νοη·σαι
3rdκατανοησατωκατα·νοη·σατωκατανοησασθωκατα·νοη·σασθω
Pl1st
2ndκατανοησατε[GNT][LXX]κατα·νοη·σατεκατανοησασθεκατα·νοη·σασθε
3rdκατανοησατωσαν, κατανοησαντωνκατα·νοη·σατωσαν, κατα·νοη·σαντων classicalκατανοησασθωσαν, κατανοησασθωνκατα·νοη·σασθωσαν, κατα·νοη·σασθων classical

1st Aorist Infinitive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
κατανοησαι[GNT][LXX]​κατα·νοη·σαικατανοησασθαι​κατα·νοη·σασθαι​

1st Aorist Participle

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocκατανοησασακατανοησας[GNT][LXX]κατανοησανκατα·νοη·σασ·ακατα·νοη·σα[ντ]·ςκατα·νοη·σαν[τ]
Nom
Accκατανοησασανκατανοησαντακατα·νοη·σασ·ανκατα·νοη·σαντ·α
Datκατανοησασῃκατανοησαντικατα·νοη·σασ·ῃκατα·νοη·σαντ·ι
Genκατανοησασηςκατανοησαντοςκατα·νοη·σασ·ηςκατα·νοη·σαντ·ος
PlVocκατανοησασαικατανοησαντεςκατανοησαντακατα·νοη·σασ·αικατα·νοη·σαντ·εςκατα·νοη·σαντ·α
Nom
Accκατανοησασαςκατανοησανταςκατα·νοη·σασ·αςκατα·νοη·σαντ·ας
Datκατανοησασαιςκατανοησασι, κατανοησασινκατα·νοη·σασ·αιςκατα·νοη·σα[ντ]·σι(ν)
Genκατανοησασωνκατανοησαντωνκατα·νοη·σασ·ωνκατα·νοη·σαντ·ων
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocκατανοησαμενηκατανοησαμενεκατα·νοη·σαμεν·ηκατα·νοη·σαμεν·ε
Nomκατανοησαμενοςκατα·νοη·σαμεν·ος
Accκατανοησαμενηνκατανοησαμενονκατα·νοη·σαμεν·ηνκατα·νοη·σαμεν·ον
Datκατανοησαμενῃκατανοησαμενῳκατα·νοη·σαμεν·ῃκατα·νοη·σαμεν·ῳ
Genκατανοησαμενηςκατανοησαμενουκατα·νοη·σαμεν·ηςκατα·νοη·σαμεν·ου
PlVocκατανοησαμεναικατανοησαμενοικατανοησαμενακατα·νοη·σαμεν·αικατα·νοη·σαμεν·οικατα·νοη·σαμεν·α
Nom
Accκατανοησαμεναςκατανοησαμενουςκατα·νοη·σαμεν·αςκατα·νοη·σαμεν·ους
Datκατανοησαμεναιςκατανοησαμενοιςκατα·νοη·σαμεν·αιςκατα·νοη·σαμεν·οις
Genκατανοησαμενωνκατανοησαμενωνκατα·νοη·σαμεν·ωνκατα·νοη·σαμεν·ων

Copyright 2007-2024 Thomas Moore, Email: acct3 at katabiblon.com, Support Forum Set Local Timezone
Tuesday, 19-Mar-2024 04:24:49 EDT