ευθυδρομεω • EUQUDROMEW • euthudromeō

Search: ευθυδρομησαμεν

MatchLemmaUncontracted Form(s)Parsing
ευθυδρομησαμενεὐθυδρομέωε·ευθυδρομη·σαμεν1aor act ind 1st pl

εὐθυ·δρομέω (-, -, ευθυδρομη·σ-, -, -, -)

Verb

Not all forms below are necessarily attested. Highlighted words may or may not be a match to the GNT or LXX, if another word also inflects the same way.

3rd(a) Principal Part (1st Aorist Active and Middle-Passive) [hide]

1st Aorist Indicative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stευθυδρομησαε·ευθυδρομη·σαευθυδρομησαμηνε·ευθυδρομη·σαμην
2ndευθυδρομησαςε·ευθυδρομη·σαςευθυδρομησωε·ευθυδρομη·σω
3rdευθυδρομησεν, ευθυδρομησεε·ευθυδρομη·σε(ν)ευθυδρομησατοε·ευθυδρομη·σατο
Pl1stευθυδρομησαμεν[GNT]ε·ευθυδρομη·σαμενευθυδρομησαμεθαε·ευθυδρομη·σαμεθα
2ndευθυδρομησατεε·ευθυδρομη·σατεευθυδρομησασθεε·ευθυδρομη·σασθε
3rdευθυδρομησανε·ευθυδρομη·σανευθυδρομησαντοε·ευθυδρομη·σαντο

1st Aorist Subjunctive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stευθυδρομησωευθυδρομη·σωευθυδρομησωμαιευθυδρομη·σωμαι
2ndευθυδρομησῃςευθυδρομη·σῃςευθυδρομησῃευθυδρομη·σῃ
3rdευθυδρομησῃευθυδρομη·σῃευθυδρομησηταιευθυδρομη·σηται
Pl1stευθυδρομησωμενευθυδρομη·σωμενευθυδρομησωμεθαευθυδρομη·σωμεθα
2ndευθυδρομησητεευθυδρομη·σητεευθυδρομησησθεευθυδρομη·σησθε
3rdευθυδρομησωσιν, ευθυδρομησωσιευθυδρομη·σωσι(ν)ευθυδρομησωνταιευθυδρομη·σωνται

1st Aorist Optative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stευθυδρομησαιμιευθυδρομη·σαιμιευθυδρομησαιμηνευθυδρομη·σαιμην
2ndευθυδρομησαις, ευθυδρομησειαςευθυδρομη·σαις, ευθυδρομη·σειας classicalευθυδρομησαιοευθυδρομη·σαιο
3rdευθυδρομησαι, ευθυδρομησειεευθυδρομη·σαι, ευθυδρομη·σειε classicalευθυδρομησαιτοευθυδρομη·σαιτο
Pl1stευθυδρομησαιμενευθυδρομη·σαιμενευθυδρομησαιμεθαευθυδρομη·σαιμεθα
2ndευθυδρομησαιτεευθυδρομη·σαιτεευθυδρομησαισθεευθυδρομη·σαισθε
3rdευθυδρομησαιεν, ευθυδρομησαισαν, ευθυδρομησειαν, ευθυδρομησειενευθυδρομη·σαιεν, ευθυδρομη·σαισαν alt, ευθυδρομη·σειαν classical, ευθυδρομη·σειεν classicalευθυδρομησαιντοευθυδρομη·σαιντο

1st Aorist Imperative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2ndευθυδρομησονευθυδρομη·σονευθυδρομησαιευθυδρομη·σαι
3rdευθυδρομησατωευθυδρομη·σατωευθυδρομησασθωευθυδρομη·σασθω
Pl1st
2ndευθυδρομησατεευθυδρομη·σατεευθυδρομησασθεευθυδρομη·σασθε
3rdευθυδρομησατωσαν, ευθυδρομησαντωνευθυδρομη·σατωσαν, ευθυδρομη·σαντων classicalευθυδρομησασθωσαν, ευθυδρομησασθωνευθυδρομη·σασθωσαν, ευθυδρομη·σασθων classical

1st Aorist Infinitive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
ευθυδρομησαι​ευθυδρομη·σαι​ευθυδρομησασθαι​ευθυδρομη·σασθαι​

1st Aorist Participle

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocευθυδρομησασαευθυδρομησαςευθυδρομησανευθυδρομη·σασ·αευθυδρομη·σα[ντ]·ςευθυδρομη·σαν[τ]
Nom
Accευθυδρομησασανευθυδρομησανταευθυδρομη·σασ·ανευθυδρομη·σαντ·α
Datευθυδρομησασῃευθυδρομησαντιευθυδρομη·σασ·ῃευθυδρομη·σαντ·ι
Genευθυδρομησασηςευθυδρομησαντοςευθυδρομη·σασ·ηςευθυδρομη·σαντ·ος
PlVocευθυδρομησασαιευθυδρομησαντες[GNT]ευθυδρομησανταευθυδρομη·σασ·αιευθυδρομη·σαντ·εςευθυδρομη·σαντ·α
Nom
Accευθυδρομησασαςευθυδρομησανταςευθυδρομη·σασ·αςευθυδρομη·σαντ·ας
Datευθυδρομησασαιςευθυδρομησασι, ευθυδρομησασινευθυδρομη·σασ·αιςευθυδρομη·σα[ντ]·σι(ν)
Genευθυδρομησασωνευθυδρομησαντωνευθυδρομη·σασ·ωνευθυδρομη·σαντ·ων
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocευθυδρομησαμενηευθυδρομησαμενεευθυδρομη·σαμεν·ηευθυδρομη·σαμεν·ε
Nomευθυδρομησαμενοςευθυδρομη·σαμεν·ος
Accευθυδρομησαμενηνευθυδρομησαμενονευθυδρομη·σαμεν·ηνευθυδρομη·σαμεν·ον
Datευθυδρομησαμενῃευθυδρομησαμενῳευθυδρομη·σαμεν·ῃευθυδρομη·σαμεν·ῳ
Genευθυδρομησαμενηςευθυδρομησαμενουευθυδρομη·σαμεν·ηςευθυδρομη·σαμεν·ου
PlVocευθυδρομησαμεναιευθυδρομησαμενοιευθυδρομησαμεναευθυδρομη·σαμεν·αιευθυδρομη·σαμεν·οιευθυδρομη·σαμεν·α
Nom
Accευθυδρομησαμεναςευθυδρομησαμενουςευθυδρομη·σαμεν·αςευθυδρομη·σαμεν·ους
Datευθυδρομησαμεναιςευθυδρομησαμενοιςευθυδρομη·σαμεν·αιςευθυδρομη·σαμεν·οις
Genευθυδρομησαμενωνευθυδρομησαμενωνευθυδρομη·σαμεν·ωνευθυδρομη·σαμεν·ων

Copyright 2007-2024 Thomas Moore, Email: acct3 at katabiblon.com, Support Forum Set Local Timezone
Friday, 19-Apr-2024 15:42:51 EDT