διακωλυω • DIAKWLUW • diakōluō

Search: διακωλυειν

MatchLemmaUncontracted Form(s)Parsing
διακωλυεινδιακωλύωδια·κωλυ·εινpres act inf

δια·κωλύω (δια+κωλυ-, -, δια+κωλυ·σ-, -, -, -)

Verb

Not all forms below are necessarily attested. Highlighted words may or may not be a match to the GNT or LXX, if another word also inflects the same way.

1st Principal Part (Present and Imperfect) [hide]

Present Indicative Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stδιακωλυωδια·κωλυ·ωδιακωλυομαιδια·κωλυ·ομαι
2ndδιακωλυειςδια·κωλυ·ειςδιακωλυῃ, διακωλυει, διακωλυεσαιδια·κωλυ·ῃ, δια·κωλυ·ει classical, δια·κωλυ·εσαι alt
3rdδιακωλυειδια·κωλυ·ειδιακωλυεταιδια·κωλυ·εται
Pl1stδιακωλυομενδια·κωλυ·ομενδιακωλυομεθαδια·κωλυ·ομεθα
2ndδιακωλυετεδια·κωλυ·ετεδιακωλυεσθεδια·κωλυ·εσθε
3rdδιακωλυουσιν, διακωλυουσιδια·κωλυ·ουσι(ν)διακωλυονταιδια·κωλυ·ονται

Present Indicative Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Present Subjunctive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stδιακωλυωδια·κωλυ·ωδιακωλυωμαιδια·κωλυ·ωμαι
2ndδιακωλυῃςδια·κωλυ·ῃςδιακωλυῃδια·κωλυ·ῃ
3rdδιακωλυῃδια·κωλυ·ῃδιακωλυηταιδια·κωλυ·ηται
Pl1stδιακωλυωμενδια·κωλυ·ωμενδιακωλυωμεθαδια·κωλυ·ωμεθα
2ndδιακωλυητεδια·κωλυ·ητεδιακωλυησθεδια·κωλυ·ησθε
3rdδιακωλυωσιν, διακωλυωσιδια·κωλυ·ωσι(ν)διακωλυωνταιδια·κωλυ·ωνται

Present Optative Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stδιακωλυοιμιδια·κωλυ·οιμιδιακωλυοιμηνδια·κωλυ·οιμην
2ndδιακωλυοιςδια·κωλυ·οιςδιακωλυοιοδια·κωλυ·οιο
3rdδιακωλυοιδια·κωλυ·οιδιακωλυοιτοδια·κωλυ·οιτο
Pl1stδιακωλυοιμενδια·κωλυ·οιμενδιακωλυοιμεθαδια·κωλυ·οιμεθα
2ndδιακωλυοιτεδια·κωλυ·οιτεδιακωλυοισθεδια·κωλυ·οισθε
3rdδιακωλυοιεν, διακωλυοισανδια·κωλυ·οιεν, δια·κωλυ·οισαν altδιακωλυοιντοδια·κωλυ·οιντο

Present Optative Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Present Imperative Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2ndδιακωλυεδια·κωλυ·εδιακωλυουδια·κωλυ·ου
3rdδιακωλυετωδια·κωλυ·ετωδιακωλυεσθωδια·κωλυ·εσθω
Pl1st
2ndδιακωλυετεδια·κωλυ·ετεδιακωλυεσθεδια·κωλυ·εσθε
3rdδιακωλυετωσαν, διακωλυοντωνδια·κωλυ·ετωσαν, δια·κωλυ·οντων classicalδιακωλυεσθωσαν, διακωλυεσθωνδια·κωλυ·εσθωσαν, δια·κωλυ·εσθων classical

Present Imperative Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Present Infinitive Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
διακωλυειν[LXX]​δια·κωλυ·εινδιακωλυεσθαι​δια·κωλυ·εσθαι​

Present Infinitive Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted

Present Participle Thematic

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocδιακωλυουσαδιακωλυονδια·κωλυ·ουσ·αδια·κωλυ·ο[υ]ν[τ]
Nomδιακωλυωνδια·κωλυ·ο[υ]ν[τ]·^
Accδιακωλυουσανδιακωλυονταδια·κωλυ·ουσ·ανδια·κωλυ·ο[υ]ντ·α
Datδιακωλυουσῃδιακωλυοντιδια·κωλυ·ουσ·ῃδια·κωλυ·ο[υ]ντ·ι
Genδιακωλυουσηςδιακωλυοντοςδια·κωλυ·ουσ·ηςδια·κωλυ·ο[υ]ντ·ος
PlVocδιακωλυουσαιδιακωλυοντεςδιακωλυονταδια·κωλυ·ουσ·αιδια·κωλυ·ο[υ]ντ·εςδια·κωλυ·ο[υ]ντ·α
Nom
Accδιακωλυουσαςδιακωλυονταςδια·κωλυ·ουσ·αςδια·κωλυ·ο[υ]ντ·ας
Datδιακωλυουσαιςδιακωλυουσι, διακωλυουσινδια·κωλυ·ουσ·αιςδια·κωλυ·ου[ντ]·σι(ν)
Genδιακωλυουσωνδιακωλυοντωνδια·κωλυ·ουσ·ωνδια·κωλυ·ο[υ]ντ·ων
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocδιακωλυομενηδιακωλυομενεδια·κωλυ·ομεν·ηδια·κωλυ·ομεν·ε
Nomδιακωλυομενοςδια·κωλυ·ομεν·ος
Accδιακωλυομενηνδιακωλυομενονδια·κωλυ·ομεν·ηνδια·κωλυ·ομεν·ον
Datδιακωλυομενῃδιακωλυομενῳδια·κωλυ·ομεν·ῃδια·κωλυ·ομεν·ῳ
Genδιακωλυομενηςδιακωλυομενουδια·κωλυ·ομεν·ηςδια·κωλυ·ομεν·ου
PlVocδιακωλυομεναιδιακωλυομενοιδιακωλυομεναδια·κωλυ·ομεν·αιδια·κωλυ·ομεν·οιδια·κωλυ·ομεν·α
Nom
Accδιακωλυομεναςδιακωλυομενουςδια·κωλυ·ομεν·αςδια·κωλυ·ομεν·ους
Datδιακωλυομεναιςδιακωλυομενοιςδια·κωλυ·ομεν·αιςδια·κωλυ·ομεν·οις
Genδιακωλυομενωνδιακωλυομενωνδια·κωλυ·ομεν·ωνδια·κωλυ·ομεν·ων

Present Participle Athematic

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVoc
Nom
Acc
Dat
Gen
PlVoc
Nom
Acc
Dat
Gen
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVoc
Nom
Acc
Dat
Gen
PlVoc
Nom
Acc
Dat
Gen

Imperfect Indicative Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stδιεκωλυονδια·ε·κωλυ·ονδιεκωλυομηνδια·ε·κωλυ·ομην
2ndδιεκωλυεςδια·ε·κωλυ·εςδιεκωλυουδια·ε·κωλυ·ου
3rdδιεκωλυεν[GNT], διεκωλυεδια·ε·κωλυ·ε(ν), δια·ε·κωλυ·ε(ν)διεκωλυετοδια·ε·κωλυ·ετο
Pl1stδιεκωλυομενδια·ε·κωλυ·ομενδιεκωλυομεθαδια·ε·κωλυ·ομεθα
2ndδιεκωλυετεδια·ε·κωλυ·ετεδιεκωλυεσθεδια·ε·κωλυ·εσθε
3rdδιεκωλυον, διεκωλυοσανδια·ε·κωλυ·ον, δια·ε·κωλυ·οσαν altδιεκωλυοντοδια·ε·κωλυ·οντο

Imperfect Indicative Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

3rd(a) Principal Part (1st Aorist Active and Middle-Passive) [hide]

1st Aorist Indicative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stδιεκωλυσαδια·ε·κωλυ·σαδιεκωλυσαμηνδια·ε·κωλυ·σαμην
2ndδιεκωλυσαςδια·ε·κωλυ·σαςδιεκωλυσωδια·ε·κωλυ·σω
3rdδιεκωλυσεν, διεκωλυσεδια·ε·κωλυ·σε(ν)διεκωλυσατοδια·ε·κωλυ·σατο
Pl1stδιεκωλυσαμενδια·ε·κωλυ·σαμενδιεκωλυσαμεθαδια·ε·κωλυ·σαμεθα
2ndδιεκωλυσατεδια·ε·κωλυ·σατεδιεκωλυσασθεδια·ε·κωλυ·σασθε
3rdδιεκωλυσανδια·ε·κωλυ·σανδιεκωλυσαντοδια·ε·κωλυ·σαντο

1st Aorist Subjunctive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stδιακωλυσωδια·κωλυ·σωδιακωλυσωμαιδια·κωλυ·σωμαι
2ndδιακωλυσῃςδια·κωλυ·σῃςδιακωλυσῃδια·κωλυ·σῃ
3rdδιακωλυσῃδια·κωλυ·σῃδιακωλυσηταιδια·κωλυ·σηται
Pl1stδιακωλυσωμενδια·κωλυ·σωμενδιακωλυσωμεθαδια·κωλυ·σωμεθα
2ndδιακωλυσητεδια·κωλυ·σητεδιακωλυσησθεδια·κωλυ·σησθε
3rdδιακωλυσωσιν, διακωλυσωσιδια·κωλυ·σωσι(ν)διακωλυσωνταιδια·κωλυ·σωνται

1st Aorist Optative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stδιακωλυσαιμιδια·κωλυ·σαιμιδιακωλυσαιμηνδια·κωλυ·σαιμην
2ndδιακωλυσαις, διακωλυσειαςδια·κωλυ·σαις, δια·κωλυ·σειας classicalδιακωλυσαιοδια·κωλυ·σαιο
3rdδιακωλυσαι[LXX], διακωλυσειεδια·κωλυ·σαι, δια·κωλυ·σειε classicalδιακωλυσαιτοδια·κωλυ·σαιτο
Pl1stδιακωλυσαιμενδια·κωλυ·σαιμενδιακωλυσαιμεθαδια·κωλυ·σαιμεθα
2ndδιακωλυσαιτεδια·κωλυ·σαιτεδιακωλυσαισθεδια·κωλυ·σαισθε
3rdδιακωλυσαιεν, διακωλυσαισαν, διακωλυσειαν, διακωλυσειενδια·κωλυ·σαιεν, δια·κωλυ·σαισαν alt, δια·κωλυ·σειαν classical, δια·κωλυ·σειεν classicalδιακωλυσαιντοδια·κωλυ·σαιντο

1st Aorist Imperative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2ndδιακωλυσονδια·κωλυ·σονδιακωλυσαι[LXX]δια·κωλυ·σαι
3rdδιακωλυσατωδια·κωλυ·σατωδιακωλυσασθωδια·κωλυ·σασθω
Pl1st
2ndδιακωλυσατεδια·κωλυ·σατεδιακωλυσασθεδια·κωλυ·σασθε
3rdδιακωλυσατωσαν, διακωλυσαντωνδια·κωλυ·σατωσαν, δια·κωλυ·σαντων classicalδιακωλυσασθωσαν, διακωλυσασθωνδια·κωλυ·σασθωσαν, δια·κωλυ·σασθων classical

1st Aorist Infinitive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
διακωλυσαι[LXX]​δια·κωλυ·σαιδιακωλυσασθαι​δια·κωλυ·σασθαι​

1st Aorist Participle

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocδιακωλυσασαδιακωλυσαςδιακωλυσανδια·κωλυ·σασ·αδια·κωλυ·σα[ντ]·ςδια·κωλυ·σαν[τ]
Nom
Accδιακωλυσασανδιακωλυσανταδια·κωλυ·σασ·ανδια·κωλυ·σαντ·α
Datδιακωλυσασῃδιακωλυσαντιδια·κωλυ·σασ·ῃδια·κωλυ·σαντ·ι
Genδιακωλυσασηςδιακωλυσαντοςδια·κωλυ·σασ·ηςδια·κωλυ·σαντ·ος
PlVocδιακωλυσασαιδιακωλυσαντεςδιακωλυσανταδια·κωλυ·σασ·αιδια·κωλυ·σαντ·εςδια·κωλυ·σαντ·α
Nom
Accδιακωλυσασαςδιακωλυσανταςδια·κωλυ·σασ·αςδια·κωλυ·σαντ·ας
Datδιακωλυσασαιςδιακωλυσασι, διακωλυσασινδια·κωλυ·σασ·αιςδια·κωλυ·σα[ντ]·σι(ν)
Genδιακωλυσασωνδιακωλυσαντωνδια·κωλυ·σασ·ωνδια·κωλυ·σαντ·ων
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocδιακωλυσαμενηδιακωλυσαμενεδια·κωλυ·σαμεν·ηδια·κωλυ·σαμεν·ε
Nomδιακωλυσαμενοςδια·κωλυ·σαμεν·ος
Accδιακωλυσαμενηνδιακωλυσαμενονδια·κωλυ·σαμεν·ηνδια·κωλυ·σαμεν·ον
Datδιακωλυσαμενῃδιακωλυσαμενῳδια·κωλυ·σαμεν·ῃδια·κωλυ·σαμεν·ῳ
Genδιακωλυσαμενηςδιακωλυσαμενουδια·κωλυ·σαμεν·ηςδια·κωλυ·σαμεν·ου
PlVocδιακωλυσαμεναιδιακωλυσαμενοιδιακωλυσαμεναδια·κωλυ·σαμεν·αιδια·κωλυ·σαμεν·οιδια·κωλυ·σαμεν·α
Nom
Accδιακωλυσαμεναςδιακωλυσαμενουςδια·κωλυ·σαμεν·αςδια·κωλυ·σαμεν·ους
Datδιακωλυσαμεναιςδιακωλυσαμενοιςδια·κωλυ·σαμεν·αιςδια·κωλυ·σαμεν·οις
Genδιακωλυσαμενωνδιακωλυσαμενωνδια·κωλυ·σαμεν·ωνδια·κωλυ·σαμεν·ων

Copyright 2007-2024 Thomas Moore, Email: acct3 at katabiblon.com, Support Forum Set Local Timezone
Friday, 19-Apr-2024 21:28:43 EDT