νηστευω • NHSTEUW • nēsteuō

νηστεύω (νηστευ-, νηστευ·σ-, νηστευ·σ-, νενηστευ·κ-, νενηστευ-, -)

Verb

Not all forms below are necessarily attested. Highlighted words may or may not be a match to the GNT or LXX, if another word also inflects the same way.

1st Principal Part (Present and Imperfect) [hide]

Present Indicative Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stνηστευω[GNT][LXX]νηστευ·ωνηστευομαινηστευ·ομαι
2ndνηστευειςνηστευ·ειςνηστευῃ, νηστευει, νηστευεσαινηστευ·ῃ, νηστευ·ει classical, νηστευ·εσαι alt
3rdνηστευεινηστευ·εινηστευεταινηστευ·εται
Pl1stνηστευομεν[GNT]νηστευ·ομεννηστευομεθανηστευ·ομεθα
2ndνηστευετε[LXX]νηστευ·ετενηστευεσθενηστευ·εσθε
3rdνηστευουσιν[GNT][LXX], νηστευουσινηστευ·ουσι(ν), νηστευ·ουσι(ν)νηστευονταινηστευ·ονται

Present Indicative Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Present Subjunctive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stνηστευω[GNT][LXX]νηστευ·ωνηστευωμαινηστευ·ωμαι
2ndνηστευῃςνηστευ·ῃςνηστευῃνηστευ·ῃ
3rdνηστευῃνηστευ·ῃνηστευηταινηστευ·ηται
Pl1stνηστευωμεννηστευ·ωμεννηστευωμεθανηστευ·ωμεθα
2ndνηστευητε[GNT]νηστευ·ητενηστευησθενηστευ·ησθε
3rdνηστευωσιν, νηστευωσινηστευ·ωσι(ν)νηστευωνταινηστευ·ωνται

Present Optative Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stνηστευοιμινηστευ·οιμινηστευοιμηννηστευ·οιμην
2ndνηστευοιςνηστευ·οιςνηστευοιονηστευ·οιο
3rdνηστευοινηστευ·οινηστευοιτονηστευ·οιτο
Pl1stνηστευοιμεννηστευ·οιμεννηστευοιμεθανηστευ·οιμεθα
2ndνηστευοιτενηστευ·οιτενηστευοισθενηστευ·οισθε
3rdνηστευοιεν, νηστευοισαννηστευ·οιεν, νηστευ·οισαν altνηστευοιντονηστευ·οιντο

Present Optative Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Present Imperative Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2ndνηστευενηστευ·ενηστευουνηστευ·ου
3rdνηστευετωνηστευ·ετωνηστευεσθωνηστευ·εσθω
Pl1st
2ndνηστευετε[LXX]νηστευ·ετενηστευεσθενηστευ·εσθε
3rdνηστευετωσαν, νηστευοντων[GNT]νηστευ·ετωσαν, νηστευ·οντων classicalνηστευεσθωσαν, νηστευεσθωννηστευ·εσθωσαν, νηστευ·εσθων classical

Present Imperative Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

Present Infinitive Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
νηστευειν[GNT]​νηστευ·ειννηστευεσθαι​νηστευ·εσθαι​

Present Infinitive Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted

Present Participle Thematic

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocνηστευουσανηστευοννηστευ·ουσ·ανηστευ·ο[υ]ν[τ]
Nomνηστευων[GNT][LXX]νηστευ·ο[υ]ν[τ]·^
Accνηστευουσαννηστευοντανηστευ·ουσ·αννηστευ·ο[υ]ντ·α
Datνηστευουσῃνηστευοντινηστευ·ουσ·ῃνηστευ·ο[υ]ντ·ι
Genνηστευουσηςνηστευοντοςνηστευ·ουσ·ηςνηστευ·ο[υ]ντ·ος
PlVocνηστευουσαινηστευοντες[GNT]νηστευοντανηστευ·ουσ·αινηστευ·ο[υ]ντ·εςνηστευ·ο[υ]ντ·α
Nom
Accνηστευουσαςνηστευονταςνηστευ·ουσ·αςνηστευ·ο[υ]ντ·ας
Datνηστευουσαιςνηστευουσι, νηστευουσιν[GNT][LXX]νηστευ·ουσ·αιςνηστευ·ου[ντ]·σι(ν), νηστευ·ου[ντ]·σι(ν)
Genνηστευουσωννηστευοντων[GNT]νηστευ·ουσ·ωννηστευ·ο[υ]ντ·ων
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocνηστευομενηνηστευομενενηστευ·ομεν·ηνηστευ·ομεν·ε
Nomνηστευομενοςνηστευ·ομεν·ος
Accνηστευομενηννηστευομενοννηστευ·ομεν·ηννηστευ·ομεν·ον
Datνηστευομενῃνηστευομενῳνηστευ·ομεν·ῃνηστευ·ομεν·ῳ
Genνηστευομενηςνηστευομενουνηστευ·ομεν·ηςνηστευ·ομεν·ου
PlVocνηστευομεναινηστευομενοινηστευομενανηστευ·ομεν·αινηστευ·ομεν·οινηστευ·ομεν·α
Nom
Accνηστευομεναςνηστευομενουςνηστευ·ομεν·αςνηστευ·ομεν·ους
Datνηστευομεναιςνηστευομενοιςνηστευ·ομεν·αιςνηστευ·ομεν·οις
Genνηστευομενωννηστευομενωννηστευ·ομεν·ωννηστευ·ομεν·ων

Present Participle Athematic

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVoc
Nom
Acc
Dat
Gen
PlVoc
Nom
Acc
Dat
Gen
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVoc
Nom
Acc
Dat
Gen
PlVoc
Nom
Acc
Dat
Gen

Imperfect Indicative Thematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stενηστευον[LXX]ε·νηστευ·ονενηστευομηνε·νηστευ·ομην
2ndενηστευες[LXX]ε·νηστευ·εςενηστευουε·νηστευ·ου
3rdενηστευεν, ενηστευε[LXX]ε·νηστευ·ε(ν), ε·νηστευ·ε(ν)ενηστευετοε·νηστευ·ετο
Pl1stενηστευομενε·νηστευ·ομενενηστευομεθαε·νηστευ·ομεθα
2ndενηστευετεε·νηστευ·ετεενηστευεσθεε·νηστευ·εσθε
3rdενηστευον[LXX], ενηστευοσανε·νηστευ·ον, ε·νηστευ·οσαν altενηστευοντοε·νηστευ·οντο

Imperfect Indicative Athematic

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2nd
3rd
Pl1st
2nd
3rd

2nd Principal Part (Future Active and Middle-Passive) [hide]

Future Indicative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stνηστευσωνηστευ·σωνηστευσομαινηστευ·σομαι
2ndνηστευσειςνηστευ·σειςνηστευσῃ, νηστευσει, νηστευσεσαινηστευ·σῃ, νηστευ·σει classical, νηστευ·σεσαι alt
3rdνηστευσεινηστευ·σεινηστευσεταινηστευ·σεται
Pl1stνηστευσομεννηστευ·σομεννηστευσομεθανηστευ·σομεθα
2ndνηστευσετενηστευ·σετενηστευσεσθενηστευ·σεσθε
3rdνηστευσουσιν[GNT], νηστευσουσινηστευ·σουσι(ν), νηστευ·σουσι(ν)νηστευσονταινηστευ·σονται

Future Optative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stνηστευσοιμινηστευ·σοιμινηστευσοιμηννηστευ·σοιμην
2ndνηστευσοιςνηστευ·σοιςνηστευσοιονηστευ·σοιο
3rdνηστευσοινηστευ·σοινηστευσοιτονηστευ·σοιτο
Pl1stνηστευσοιμεννηστευ·σοιμεννηστευσοιμεθανηστευ·σοιμεθα
2ndνηστευσοιτενηστευ·σοιτενηστευσοισθενηστευ·σοισθε
3rdνηστευσοιεννηστευ·σοιεννηστευσοιντονηστευ·σοιντο

Future Infinitive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
νηστευσειν​νηστευ·σειν​νηστευσεσθαι​νηστευ·σεσθαι​

Future Participle

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocνηστευσουσανηστευσοννηστευ·σουσ·ανηστευ·σο[υ]ν[τ]
Nomνηστευσωννηστευ·σο[υ]ν[τ]·^
Accνηστευσουσαννηστευσοντανηστευ·σουσ·αννηστευ·σο[υ]ντ·α
Datνηστευσουσῃνηστευσοντινηστευ·σουσ·ῃνηστευ·σο[υ]ντ·ι
Genνηστευσουσηςνηστευσοντοςνηστευ·σουσ·ηςνηστευ·σο[υ]ντ·ος
PlVocνηστευσουσαινηστευσοντεςνηστευσοντανηστευ·σουσ·αινηστευ·σο[υ]ντ·εςνηστευ·σο[υ]ντ·α
Nom
Accνηστευσουσαςνηστευσονταςνηστευ·σουσ·αςνηστευ·σο[υ]ντ·ας
Datνηστευσουσαιςνηστευσουσι, νηστευσουσιν[GNT]νηστευ·σουσ·αιςνηστευ·σου[ντ]·σι(ν), νηστευ·σου[ντ]·σι(ν)
Genνηστευσουσωννηστευσοντωννηστευ·σουσ·ωννηστευ·σο[υ]ντ·ων
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocνηστευσομενηνηστευσομενενηστευ·σομεν·ηνηστευ·σομεν·ε
Nomνηστευσομενοςνηστευ·σομεν·ος
Accνηστευσομενηννηστευσομενοννηστευ·σομεν·ηννηστευ·σομεν·ον
Datνηστευσομενῃνηστευσομενῳνηστευ·σομεν·ῃνηστευ·σομεν·ῳ
Genνηστευσομενηςνηστευσομενουνηστευ·σομεν·ηςνηστευ·σομεν·ου
PlVocνηστευσομεναινηστευσομενοινηστευσομενανηστευ·σομεν·αινηστευ·σομεν·οινηστευ·σομεν·α
Nom
Accνηστευσομεναςνηστευσομενουςνηστευ·σομεν·αςνηστευ·σομεν·ους
Datνηστευσομεναιςνηστευσομενοιςνηστευ·σομεν·αιςνηστευ·σομεν·οις
Genνηστευσομενωννηστευσομενωννηστευ·σομεν·ωννηστευ·σομεν·ων

3rd(a) Principal Part (1st Aorist Active and Middle-Passive) [hide]

1st Aorist Indicative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stενηστευσα[LXX]ε·νηστευ·σαενηστευσαμηνε·νηστευ·σαμην
2ndενηστευσαςε·νηστευ·σαςενηστευσωε·νηστευ·σω
3rdενηστευσεν[LXX], ενηστευσεε·νηστευ·σε(ν), ε·νηστευ·σε(ν)ενηστευσατοε·νηστευ·σατο
Pl1stενηστευσαμεν[LXX]ε·νηστευ·σαμενενηστευσαμεθαε·νηστευ·σαμεθα
2ndενηστευσατεε·νηστευ·σατεενηστευσασθεε·νηστευ·σασθε
3rdενηστευσαν[LXX]ε·νηστευ·σανενηστευσαντοε·νηστευ·σαντο

1st Aorist Subjunctive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stνηστευσωνηστευ·σωνηστευσωμαινηστευ·σωμαι
2ndνηστευσῃςνηστευ·σῃςνηστευσῃνηστευ·σῃ
3rdνηστευσῃνηστευ·σῃνηστευσηταινηστευ·σηται
Pl1stνηστευσωμεννηστευ·σωμεννηστευσωμεθανηστευ·σωμεθα
2ndνηστευσητε[LXX]νηστευ·σητενηστευσησθενηστευ·σησθε
3rdνηστευσωσιν[LXX], νηστευσωσινηστευ·σωσι(ν), νηστευ·σωσι(ν)νηστευσωνταινηστευ·σωνται

1st Aorist Optative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stνηστευσαιμινηστευ·σαιμινηστευσαιμηννηστευ·σαιμην
2ndνηστευσαις, νηστευσειαςνηστευ·σαις, νηστευ·σειας classicalνηστευσαιονηστευ·σαιο
3rdνηστευσαι[GNT], νηστευσειενηστευ·σαι, νηστευ·σειε classicalνηστευσαιτονηστευ·σαιτο
Pl1stνηστευσαιμεννηστευ·σαιμεννηστευσαιμεθανηστευ·σαιμεθα
2ndνηστευσαιτενηστευ·σαιτενηστευσαισθενηστευ·σαισθε
3rdνηστευσαιεν, νηστευσαισαν, νηστευσειαν, νηστευσειεννηστευ·σαιεν, νηστευ·σαισαν alt, νηστευ·σειαν classical, νηστευ·σειεν classicalνηστευσαιντονηστευ·σαιντο

1st Aorist Imperative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2ndνηστευσοννηστευ·σοννηστευσαι[GNT]νηστευ·σαι
3rdνηστευσατωνηστευ·σατωνηστευσασθωνηστευ·σασθω
Pl1st
2ndνηστευσατε[LXX]νηστευ·σατενηστευσασθενηστευ·σασθε
3rdνηστευσατωσαν, νηστευσαντωννηστευ·σατωσαν, νηστευ·σαντων classicalνηστευσασθωσαν, νηστευσασθωννηστευ·σασθωσαν, νηστευ·σασθων classical

1st Aorist Infinitive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
νηστευσαι[GNT]​νηστευ·σαινηστευσασθαι​νηστευ·σασθαι​

1st Aorist Participle

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocνηστευσασανηστευσας[GNT]νηστευσαννηστευ·σασ·ανηστευ·σα[ντ]·ςνηστευ·σαν[τ]
Nom
Accνηστευσασαννηστευσαντανηστευ·σασ·αννηστευ·σαντ·α
Datνηστευσασῃνηστευσαντινηστευ·σασ·ῃνηστευ·σαντ·ι
Genνηστευσασηςνηστευσαντοςνηστευ·σασ·ηςνηστευ·σαντ·ος
PlVocνηστευσασαινηστευσαντες[GNT]νηστευσαντανηστευ·σασ·αινηστευ·σαντ·εςνηστευ·σαντ·α
Nom
Accνηστευσασαςνηστευσανταςνηστευ·σασ·αςνηστευ·σαντ·ας
Datνηστευσασαιςνηστευσασι, νηστευσασιννηστευ·σασ·αιςνηστευ·σα[ντ]·σι(ν)
Genνηστευσασων[LXX]νηστευσαντωννηστευ·σασ·ωννηστευ·σαντ·ων
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocνηστευσαμενηνηστευσαμενενηστευ·σαμεν·ηνηστευ·σαμεν·ε
Nomνηστευσαμενοςνηστευ·σαμεν·ος
Accνηστευσαμενηννηστευσαμενοννηστευ·σαμεν·ηννηστευ·σαμεν·ον
Datνηστευσαμενῃνηστευσαμενῳνηστευ·σαμεν·ῃνηστευ·σαμεν·ῳ
Genνηστευσαμενηςνηστευσαμενουνηστευ·σαμεν·ηςνηστευ·σαμεν·ου
PlVocνηστευσαμεναινηστευσαμενοινηστευσαμενανηστευ·σαμεν·αινηστευ·σαμεν·οινηστευ·σαμεν·α
Nom
Accνηστευσαμεναςνηστευσαμενουςνηστευ·σαμεν·αςνηστευ·σαμεν·ους
Datνηστευσαμεναιςνηστευσαμενοιςνηστευ·σαμεν·αιςνηστευ·σαμεν·οις
Genνηστευσαμενωννηστευσαμενωννηστευ·σαμεν·ωννηστευ·σαμεν·ων

4th and 5th Principal Parts (Perfect and Pluperfect) [hide]

Perfect Indicative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stνενηστευκανενηστευ·κανενηστευμαινενηστευ·μαι
2ndνενηστευκας, νενηστευκεςνενηστευ·κας, νενηστευ·κες altνενηστευσαινενηστευ·σαι
3rdνενηστευκεν, νενηστευκενενηστευ·κε(ν)νενηστευταινενηστευ·ται
Pl1stνενηστευκαμεννενηστευ·καμεννενηστευμεθανενηστευ·μεθα
2ndνενηστευκατε[LXX]νενηστευ·κατενενηστευσθενενηστευ·σθε
3rdνενηστευκασιν, νενηστευκασι, νενηστευκαννενηστευ·κασι(ν), νενηστευ·καν altνενηστευνταινενηστευ·νται

Future Perfect Indicative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stνενηστευσομαινενηστευ·σομαι
2ndνενηστευσῃ, νενηστευσεινενηστευ·σῃ, νενηστευ·σει classical
3rdνενηστευσεταινενηστευ·σεται
Pl1stνενηστευσομεθανενηστευ·σομεθα
2ndνενηστευσεσθενενηστευ·σεσθε
3rdνενηστευσονταινενηστευ·σονται

Perfect Subjunctive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stνενηστευκωνενηστευ·κω
2ndνενηστευκῃςνενηστευ·κῃς
3rdνενηστευκῃνενηστευ·κῃ
Pl1stνενηστευκωμεννενηστευ·κωμεν
2ndνενηστευκητενενηστευ·κητε
3rdνενηστευκωσιν, νενηστευκωσινενηστευ·κωσι(ν)

Perfect Optative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stνενηστευκοιμι, νενηστευκοιηννενηστευ·κοιμι, νενηστευ·κοιην classical
2ndνενηστευκοις, νενηστευκοιηςνενηστευ·κοις, νενηστευ·κοιης classical
3rdνενηστευκοι, νενηστευκοιηνενηστευ·κοι, νενηστευ·κοιη classical
Pl1stνενηστευκοιμεννενηστευ·κοιμεν
2ndνενηστευκοιτενενηστευ·κοιτε
3rdνενηστευκοιεννενηστευ·κοιεν

Future Perfect Optative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stνενηστευσοιμηννενηστευ·σοιμην
2ndνενηστευσοιονενηστευ·σοιο
3rdνενηστευσοιτονενηστευ·σοιτο
Pl1stνενηστευσοιμεθανενηστευ·σοιμεθα
2ndνενηστευσοισθενενηστευ·σοισθε
3rdνενηστευσοιντονενηστευ·σοιντο

Perfect Imperative

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1st
2ndνενηστευκενενηστευ·κενενηστευσονενηστευ·σο
3rdνενηστευκετωνενηστευ·κετωνενηστευσθωνενηστευ·σθω
Pl1st
2ndνενηστευκετενενηστευ·κετενενηστευσθενενηστευ·σθε
3rdνενηστευκετωσαννενηστευ·κετωσαννενηστευσθωσαν, νενηστευσθωννενηστευ·σθωσαν, νενηστευ·σθων classical

Perfect Infinitive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
νενηστευκεναι​νενηστευ·κεναι​νενηστευσθαι​νενηστευ·σθαι​

Future Perfect Infinitive

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
νενηστευσεσθαι​νενηστευ·σεσθαι​

Perfect Participle

Act
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocνενηστευκυιανενηστευκοςνενηστευ·κυι·ανενηστευ·κο[τ]·ς
Nomνενηστευκωςνενηστευ·κο[τ]·^ς
Accνενηστευκυιαννενηστευκοτανενηστευ·κυι·αννενηστευ·κοτ·α
Datνενηστευκυιᾳνενηστευκοτινενηστευ·κυι·ᾳνενηστευ·κοτ·ι
Genνενηστευκυιαςνενηστευκοτοςνενηστευ·κυι·αςνενηστευ·κοτ·ος
PlVocνενηστευκυιαινενηστευκοτεςνενηστευκοτανενηστευ·κυι·αινενηστευ·κοτ·εςνενηστευ·κοτ·α
Nom
Accνενηστευκυιαςνενηστευκοταςνενηστευ·κυι·αςνενηστευ·κοτ·ας
Datνενηστευκυιαιςνενηστευκοσι, νενηστευκοσιννενηστευ·κυι·αιςνενηστευ·κο[τ]·σι(ν)
Genνενηστευκυιωννενηστευκοτωννενηστευ·κυι·ωννενηστευ·κοτ·ων
M/P
InflectionUncontracted
FemMasNeuFemMasNeu
SgVocνενηστευμενηνενηστευμενενενηστευ·μεν·ηνενηστευ·μεν·ε
Nomνενηστευμενοςνενηστευ·μεν·ος
Accνενηστευμενηννενηστευμενοννενηστευ·μεν·ηννενηστευ·μεν·ον
Datνενηστευμενῃνενηστευμενῳνενηστευ·μεν·ῃνενηστευ·μεν·ῳ
Genνενηστευμενηςνενηστευμενουνενηστευ·μεν·ηςνενηστευ·μεν·ου
PlVocνενηστευμεναινενηστευμενοινενηστευμενανενηστευ·μεν·αινενηστευ·μεν·οινενηστευ·μεν·α
Nom
Accνενηστευμεναςνενηστευμενουςνενηστευ·μεν·αςνενηστευ·μεν·ους
Datνενηστευμεναιςνενηστευμενοιςνενηστευ·μεν·αιςνενηστευ·μεν·οις
Genνενηστευμενωννενηστευμενωννενηστευ·μεν·ωννενηστευ·μεν·ων

Pluperfect Indicative Augmented

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stενενηστευκειν, ενενηστευκηε·νενηστευ·κειν, ε·νενηστευ·κη classicalενενηστευμηνε·νενηστευ·μην
2ndενενηστευκεις, ενενηστευκηςε·νενηστευ·κεις, ε·νενηστευ·κης classicalενενηστευσοε·νενηστευ·σο
3rdενενηστευκειε·νενηστευ·κειενενηστευτοε·νενηστευ·το
Pl1stενενηστευκειμεν, ενενηστευκεμενε·νενηστευ·κειμεν, ε·νενηστευ·κεμεν classicalενενηστευμεθαε·νενηστευ·μεθα
2ndενενηστευκειτε, ενενηστευκετεε·νενηστευ·κειτε, ε·νενηστευ·κετε classicalενενηστευσθεε·νενηστευ·σθε
3rdενενηστευκεισαν, ενενηστευκεσανε·νενηστευ·κεισαν, ε·νενηστευ·κεσαν classicalενενηστευντοε·νενηστευ·ντο

Pluperfect Indicative Unaugmented

ActM/P
InflectionUncontractedInflectionUncontracted
Sg1stνενηστευκειν, νενηστευκη[ε]·νενηστευ·κειν, [ε]·νενηστευ·κη classicalνενηστευμην[ε]·νενηστευ·μην
2ndνενηστευκεις, νενηστευκης[ε]·νενηστευ·κεις, [ε]·νενηστευ·κης classicalνενηστευσο[ε]·νενηστευ·σο
3rdνενηστευκει[ε]·νενηστευ·κεινενηστευτο[ε]·νενηστευ·το
Pl1stνενηστευκειμεν, νενηστευκεμεν[ε]·νενηστευ·κειμεν, [ε]·νενηστευ·κεμεν classicalνενηστευμεθα[ε]·νενηστευ·μεθα
2ndνενηστευκειτε, νενηστευκετε[ε]·νενηστευ·κειτε, [ε]·νενηστευ·κετε classicalνενηστευσθε[ε]·νενηστευ·σθε
3rdνενηστευκεισαν, νενηστευκεσαν[ε]·νενηστευ·κεισαν, [ε]·νενηστευ·κεσαν classicalνενηστευντο[ε]·νενηστευ·ντο

Copyright 2007-2024 Thomas Moore, Email: acct3 at katabiblon.com, Support Forum Set Local Timezone
Friday, 29-Mar-2024 09:14:57 EDT